«Το γεωπολιτικό ρίσκο (...) επιτείνει τη χρηματοοικονομική αβεβαιότητα και οδηγεί σε μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων μέχρι και 1,5% εντός ενός έτους (...) οδηγεί σε απότομη αύξηση της τιμής πετρελαίου (...) πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις (...)». Αυτά και άλλα πολλά (π.χ. για το πώς θα επηρεαστεί ο τουρισμός) γράφουν τα αστικά επιτελεί... Περισσότερα
"Η κρίση των Δικτατοριών"
από Η Άλλη Άποψη
Του Σίμου Ανδρονίδη
Το έργο του Νίκου Πουλαντζά που φέρει
τον τίτλο 'Η Κρίση των δικτατοριών: Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία,' δύναται να
ενταχθεί στην κατηγορία του πολιτικού-ιστορικού δοκιμίου που φέρει ευκρινείς
αναλυτικές προεκτάσεις για το δικτατορικό συμβάν σε τρεις χώρες του ευρωπαϊκού
νότου, ήτοι στην Ελλάδα, στην Πορτογαλία και στην Ισπανία.[1]
Όμως, ως προς αυτό, δηλαδή ως προς την
ενασχόληση με τις στρατιωτικές δικτατορίες του ευρωπαϊκού νότου, θεωρούμε πως
δεν αποτελεί πρωταρχικό έναυσμα η γεωγραφική εγγύτητα των τριών (σύμπλεγμα
ευρωπαϊκού νότου) χωρών, όσο, η αναλυτική προσέγγιση των χωρών αυτών με τέτοιον
τρόπο, ώστε να αναδειχθεί η διάκριση μεταξύ στρατιωτικών δικτατοριών και
φασιστικών καθεστώτων, διάκριση που πολιτικά και θεωρητικά, διαπέρασε το έργο
του καθηγητή Κοινωνιολογίας στο πανεπιστήμιο του Παρισιού. Το έργο κυκλοφόρησε
στην ελληνική γλώσσα το 2006, από τις εκδόσεις Θεμέλιο, σε μετάφραση Χριστίνας
Αγριαντώνη και επιμέλεια Άγγελου Ελεφάντη, ο οποίος, εάν επιχειρήσουμε μία
μικρή παρέκβαση, συμμετέχει με κείμενο του στο συλλογικό τόμο για τον Έλληνα
Μαρξιστή διανοητή που φέρει τον τίτλο 'Η Πολιτική σήμερα. Ο Νίκος Πουλαντζάς
και η επικαιρότητα του έργου του (Θεμέλιο/2001).[2]
Το έτος 2006, όχι ως Χαϊντεγγεριανό ‘ημερομηνιακό ενδεχόμενο,’ καθίσταται
σημαντικό για την έκδοση έργων του Νίκου Πουλαντζά στην ελληνική γλώσσα, και,
πιο συγκεκριμένα, των έργων του που άπτονται της μελέτης τύπων του κράτους
'εκτάκτου ανάγκης': Το ένα βιβλίο είναι η 'Κρίση των Δικτατοριών:
Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία' και το δεύτερο το 'Φασισμός και Δικτατορία: Η Τρίτη
Διεθνής αντιμέτωπη στον Φασισμό.' Έργα που τοποθετημένα εντός ενός ευρύτερου
χρονικού πλαισίου που συμπεριλαμβάνει ισότιμα την μεταπολεμική Ευρώπη,
προσδιορίζουν κριτικά την 'γενεαλογία' του φασισμού-ναζισμού και της
στρατιωτικής δικτατορίας.
Έτσι, σε επεξεργασμένες και περισσότερο
συμπληρωμένες εκδόσεις από αυτών παλαιότερων ετών, όταν ο συγγραφέας, και μετά
θάνατον (1980), κατέστη ένα από θεωρητικά σημεία αναφοράς της λεγόμενης
Ανανεωτικής Αριστεράς,[3]
ο αναγνώστης δύναται να έρθει σε επαφή με ένα κεντρικό πλέγμα ιδεών και
ερμηνειών, με το corpus της Πουλαντζικής προβληματικής για τα χαρακτηριστικά που συνθέτουν
κοινωνικοπολιτικά φαινόμενα μέσης διάρκειας (τη εξαιρέσει της Πορτογαλικής και
Ισπανικής δικτατορίας) αλλά έντονων συνεπειών.
Και είναι χαρακτηριστικό το ό,τι η
ανάλυση και περαιτέρω η ερμηνεία αυτών των φαινομένων, ή αλλιώς, των
καθεστώτων, απασχόλησε επί μακρόν και την Αριστερά και διάφορες μερίδες της.
Στην 'Κρίση των δικτατοριών,' ο Νίκος Πουλαντζάς, εκκινώντας από την θεώρηση
του ιμπεριαλιστικού συστήματος ( εγγράφοντας σε αυτή την θεώρηση Λενινιστικές
όψεις) εντός του οποίου και εγγράφονται οι προς εξέταση δικτατορίες,
αναδεικνύει τους όρους ανάπτυξης του Κεφαλαιοκρατικού Τρόπου Παραγωγής[4]
σε αυτές τις χώρες, συγκεκριμενοποιώντας σταδιακά και ανά κεφάλαιο, το επίδικο
ή αλλιώς, τα επίδικα της μελέτης του.
Σε αυτό το σημείο, κρίσιμο ως προς την
ανάδειξη των ίδιων όρων συγκρότησης των δικτατορικών καθεστώτων, καθίσταται η
παραπομπή, πολιτικά, ιδεολογικά και όχι με τους επι-γενόμενους όρους ενός
φορμαλισμού, στην Πουλαντζική προβληματική περί κράτους, εκεί όπου τέμνονται η
παρουσία και ο ρόλος μηχανισμών που αποτελούν τη βάση αναπαραγωγής και
υποστήριξης των στρατιωτικών καθεστώτων. Και είναι οι Ένοπλες Δυνάμεις που δεν
καθίστανται 'στεγανοποιημένος' μηχανισμός, αλλά, αντιθέτως, φέρουν
κοινωνικές-ταξικές αντιθέσεις και αντιφάσεις, που λειτουργούν ως ο «προνομιούχος
μηχανισμός πολιτικής οργάνωσης του άρχοντος συγκροτήματος»[5]
εν καιρώ στρατιωτικής δικτατορίας.
Η
έννοια του 'κόμματος' επιστρέφει εδώ για να προσδιορίσει εμπρόθετα μία ουσιώδη
μεταβολή. Εάν τοκράτος και δη το αστικό
κράτος είναι αυτό πουεπιτελεί καθήκοντα
σημαίνοντος 'πολιτικού κόμματος' του αστικού μπλοκ εξουσίας και των πλέον ηγεμονικών
του μερίδων, σε συνθήκες κοινοβουλευτισμού (δημοκρατικό πολίτευμα), τότε σε
συνθήκες στρατιωτικού τύπου κράτους 'εκτάκτου ανάγκης,' καθήκοντα 'πολιτικού
κόμματος' αναλαμβάνει ο στρατός και τα υψηλά του κλιμάκια, συμβάλλοντας, αφενός
μεν στη συγκρότηση του πυρήνα άσκησης της εξουσίας, και, αφετέρου δε,
διαμεσολαβώντας τις ίδιες αντιθέσεις που ενσκήπτουν μεταξύ των μερίδων άσκησης
αυτής της εξουσίας.
Οι Ένοπλες Δυνάμεις, ενέχουν έναν
πολιτικό ρόλο, ρόλο 'ενοποιητή' ενός καθεστώτος που κάθε άλλο παρά ομογενοποιημένο
και μονολιθικό είναι, έναν ιδεολογικό ρόλο που σχετίζεται με την αναπαράσταση
τους (τον αυτοπροσδιορισμό τους) ως του'υγιούς' κομματιού που σπεύδει να βάλει τέλος στη κομματική
'φαυλοκρατία' (ελληνικό υπόδειγμα) και ενός συμβολικού ρόλο που άπτεται της
έννοιας της 'ανθεκτικότητας': ο στρατός 'αντέχει' μεταφέροντας την 'μάχη' και
τον 'πόλεμο'άμεσα στην
κοινωνική-πολιτική σφαίρα.
Με σημείο αναφοράς τις Ένοπλες Δυνάμεις, η
θεώρηση του συγγραφέα διαπερνά και τον ρόλο και άλλων μηχανισμών του κράτους
(είναι εμφανής ηεπιρροή του Αλτουσέρ
στη σκέψη του Πουλαντζά), όπως είναι η Εκκλησία, προβάλλει μορφές αντίστασης
προς τα δικτατορικά καθεστώτα αναφέροντας και την εξέγερση του Πολυτεχνείου τον
Νοέμβριο του 1973 στην Αθήνα, κομίζοντας την κομβικής σημασίας αντίληψη ό,τι
αυτή η κινηματική δράση, δεν οδήγησε στην άμεση πτώση των καθεστώτων[6]
ή του καθεστώτος των Αθηνών, όσο συνέβαλλε σε μία εκ των έσω 'ρηγμάτωση' του,
στην ανάδειξη των εσωτερικών του αντιφάσεων, επιταχύνοντας την εκδήλωση τους.
Άλλωστε, ο συγγραφέας είναι σχεδόν κατηγορηματικός
όταν γράφει ό,τι δεν έλαβε χώρα η διαμόρφωση μαζικών αντι-δικτατορικών
καθεστώτων σε αυτές τις χώρες, με εύρος δράσης και επιρροής τέτοιο, που θα
συνέβαλλε στην πτώση τους. Σημασιοδοτώντας 'φορτισμένα' συγκλίσεις και
αποκλίσεις, ο Πουλαντζάς παραθέτει μία αλληλουχία στοιχείων που διαφοροποιούν
την στρατιωτική δικτατορία[7]
από ένα φασιστικό καθεστώς, κάτι που συμβαίνει ίσως για πρώτη φορά εναργώς, στο
χώρο της Μαρξικής ανάλυσης, και, με διαστάσεις μίας αναλυτικής ακρίβειας που
δεν αποφεύγει να αντιπαρατεθεί με το διακύβευμα: Σε αυτό το πλαίσιο, οι
στρατιωτικές δικτατορίες λειτουργούν ως κράτη 'εκτάκτου ανάγκης' όμως, δεν
αποτελούν ή δεν λαμβάνουν χαρακτηριστικά φασιστικού καθεστώτος perse, μη αποκτώντας,
για παράδειγμα, μαζικά χαρακτηριστικά, την ιδεολογική συγκρότηση τους σε
τέτοιον βαθμό που να τις προσδίδει στοιχεία πλέριας ηγεμονίας.
Και η Ισπανική περίπτωση του στρατηγού
Φρανθίσκο Φράνκο, διαθέτοντας κοινωνικά-πολιτικά στηρίγματα μετεξελίχθηκε σε
γραφειοκρατικοποιημένη δικτατορία, ενσωματώνοντας δραστικά μία ιδιαίτερη
εθνικιστική 'ορμή.' Επίσης, από την ανάλυση δεν εκλείπει η επισήμανση των όρων
μετάβασης σε ένα κοινοβουλευτικού τύπου, κράτος (η ελληνική Μεταπολίτευση), στο
σημείο όπου ο συγγραφέας επιζητεί να επανεπινοήσει δραστικά το εύρος του
προωθούμενου εκδημοκρατισμού. Ποιες είναι οι 'κόκκινες γραμμές' της μετάβασης;
Με την έκδοση της 'κρίσης των
δικτατοριών,' ο αναγνώστης δύναται να αποκτήσει μία ευρύτερη εικόνα καθεστώτων
που όντας μη φασιστικά, αναπτύχθηκαν στο νότιο άκρο της ευρωπαϊκής ηπείρου,
προβάλλοντας ένα 'σωτηριολογικό' πρότυπο. Και αυτό συμβαίνει μέσω μίας
συνεκτικής Μαρξιστικής ανάλυσης που ακόμη και όταν φέρει θεωρητικές αδυναμίες,
δεν παύει να ομολογεί τις επιδιώξεις της. Και μία αδυναμία του έργου έχει να
κάνει με τον ενίοτε μηχανιστικό τρόπο με τον οποίο και προσεγγίζεται η δημοκρατική
τομή του 1974, δηλαδή η διαδικασία μετάβασης στη Μεταπολίτευση.
[2]Βλέπε σχετικά, Ελεφάντης Άγγελος, ‘Περί έθνους-κράτους, ‘
στο: Ρήγος Άλκης & Τσουκαλάς Κωνσταντίνος, (επιμ.), ‘Η Πολιτική σήμερα. Ο
Νίκος Πουλαντζάς και η επικαιρότητα του έργου του,’ Ελληνική Εταιρεία Πολιτικής Επιστήμης/ Εκδόσεις
Θεμέλιο, Αθήνα, 2001.
[3]Δίπλα στο όνομα του Νίκου Πουλαντζά, τοποθετείται αυτό
του Ιταλού φιλοσόφου Αντόνιο Γκράμσι, που, εν προκειμένω, οι αναφορές στο έργο
του απέκτησαν δυναμική Μεταπολιτευτικά,
από πλευράς του ΚΚΕ εσωτερικού και εν συνεχεία, από πλευράς ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ. Εάν ο Νίκος
Πουλαντζάς ‘ενσάρκωνε’ το ιδεώδες του ‘δημοκρατικού δρόμου’ προς το Σοσιαλισμό,
τότε, ο Αντόνιο Γκράμσι, σχηματοποίησε το περίγραμμα της ‘αξίας’ της ιδεολογίας,
των ιδεολογικών μοτίβων και του πολιτικού-ιδεολογικού ανταγωνισμού, κάνοντας
ένα βήμα μπροστά από τον ‘οικονομισμό.’ Έτσι, έχουμε να κάνουμε με την
κατασκευή δίπολων που εν πολλοίς προσδιόρισαν την δράση και τις πολιτικοϊδεολογικές
θεωρήσεις των δύο ΚΚΕ: Για το μεν Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος το δίδυμο
Μαρξ-Λένιν, για το δε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος ‘εσωτερικού,’ το δίδυμο Πουλαντζάς-Γκράμσι.
[4]Ενέχει θεωρητικό ενδιαφέρον, η ανάλυση
της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών, που γίνεται σχεσιακά, αμφισβητώντας
τη διαδεδομένη αντίληψη, όχι μόνο στους κόλπους της εν Ελλάδι Αριστεράς, ό,τι η
Αμερικάνικη εξωτερική πολιτική, καθίσταται μονοσήμαντη και μονολιθική, αντίληψη
απλοϊκή και αναγωγιστική. Βλέπε σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Η κρίση των
δικτατοριών: Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία…ό.π., σελ. 34-36.
[5]Βλέπε σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ‘Η κρίση των
δικτατοριών: Πορτογαλία-Ελλάδα-Ισπανία…ό.π., σελ. 95. Στο εγχείρημα του συγγραφέα,
η αναφορά σε λαϊκές τάξεις, περιλαμβάνει κύρια την εργατική και την
μικροαστική, ενώ η θεωρητική συγκρότηση της έννοιας λαϊκές τάξεις εδράζεται σε
έναν διττό άξονα: Από τη μία πλευρά στην οικονομική θέση που αποκτούν την
περίοδο της δικτατορίας, και, από την άλλη, από την συμμετοχή τους σε λαϊκούς
αγώνες, όπου και πίσω από τις γραμμές διακρίνεται ο ‘εργατισμός’ του συγγραφέα.
[6]Χαρακτηρίσαμε πιο πάνω αυτή την
Πουλαντζική αντίληψη κομβικής σημασίας. Επιχειρηματολογούμε σχετικά. Τηνθεωρούμε κομβικής σημασίας διότι σπεύδει να
εναντιωθεί και έμπρακτα να αμφισβητήσει, εκείνη το ερμηνευτικό σχήμα, εντός
ελληνικής Αριστεράς, που αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει και συναισθηματικά ‘φορτισμένα,’
τις διαδηλώσεις του Νοεμβρίου του 1973 με επίκεντρο το Πολυτεχνείο ως εκείνη την
εξέγερση που προκάλεσε την πτώση του καθεστώτος. Όμως, αυτή η εξέγερση δεν θέτει
μόνο ενώπιον των τροφοδοτικών της ‘μύθων’ την ελληνική Μεταπολιτευτική Αριστερά.Απεναντίας, εναργώς δεικνύει πως η εξέγερση
του Πολυτεχνείου απετέλεσε την θρυαλλίδα εκείνη που δεν προκάλεσε την πτώση ενός
ήδη ‘ετοιμόρροπου’ καθεστώτος, όσο συνέβαλλε στην ανάδειξη των αντιφάσεων και αντιθέσεων
που διέπουν τη λειτουργία του, την εσωτερική σύγκρουση για την νομή της εξουσίας,
λειτουργώντας ως επιταχυντής εξελίξεων (που εκφράσθηκαν λίγο αργότερα) και όχι
ως το ‘λάκτισμα’ που απομάκρυνε οριστικά τους συνταγματάρχες από την εξουσία.
Ερμηνεία απλοϊκή που προϋποτίθεται στο ό,τι το καθεστώς δεν διέθετε κοινωνική-πολιτική
βάση. Η αντίληψη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου ως της μεταιχμιακής στιγμής που
‘έδιωξε τους συνταγματάρχες από την εξουσία’ τροφοδοτεί και με όρους τελετουργικών
επιτελέσεων, τις αναπαραστάσεις ‘μαζικής αντίστασης’ της ελληνικής Αριστεράς.
[7]Η σύγχυση ως προς την διάκριση
και τις αποκλίσεις μεταξύ τύπων κράτους και κοινωνικής-πολιτικής οργάνωσης,
μεταξύ τύπων ‘εκτάκτου ανάγκης’ χαρακτηρίζει και σήμερα τμήματα της ελληνικής Αριστεράς,
όπως δείχνει ο πολιτικός-ιδεολογικός λόγος που αρθρώνει ο επικεφαλής του ΣΥΡΙΖΑ
Αλέξης Τσίπρας, που ταυτίζει επιφανειακά το ελληνικό, κυβερνολογικό υπόδειγμα ‘έκτακτης’
αντιμετώπισης της πανδημίαςμε το
αντίστοιχο Ουγγρικό.