Στην ταχύτερη εφαρμογή των αντεργατικών διατάξεων του νόμου 5053/2023 (γνωστός ως «νόμος Γεωργιάδη») για την παράλληλη εργασία μέχρι 13 ώρες τη μέρα σε δύο εργοδότες, την εξάμηνη δοκιμαστική περίοδο και την κατά παραγγελία εργασία φέρεται να προωθεί το υπουργείο Εργασίας με νέο νομοσχέδιο που ετοιμάζει, το οποίο σύμφωνα με δημοσιεύματα... Περισσότερα
Για ένα άρθρο του Δημήτρη Μανιάτη σχετικά με τη νήσο Μύκονο
Τελευταία ενημέρωση από Η Άλλη Άποψη
του Σίμου Ανδρονίδη
«ΠΕΦΤΟΝΤΑΣ Η ΖΩΗ ΜΟΥ (ένα κομμάτι ελάχιστο από τη ζωή μου) πάνω στη ζωή των άλλων, αφήνει μια τρύπα. Μπορεί κανείς, εφαρμόζοντας το μάτι του εκεί, να βλέπει στο διηνεκές, μια σκούρα θάλασσα κι ένα κορίτσι στ’ άσπρα να ίπταται απ’ αριστερά δεξιά, και να χάνεται στον αέρα» (Οδυσσέας Ελύτης/Σάββατο, 2 Μ/’Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου’).
Με ένα σύντομο αλλά περιεκτικό του άρθρο ο δημοσιογράφος της εφημερίδας 'Τα Νέα' Δημήτρης Μανιάτης, αναδεικνύει τα επάλληλα κοινωνικά συμβάντα που λαμβάνουν χώρα 'πίσω απ' το θαύμα' της Μυκόνου, θέτει στο επίκεντρο την δυνατότητα συγκρότησης ενός προσίδιου πλαισίου το οποίο, υπό το διαρκές πρίσμα του σημαίνοντος 'Μύκονος', τείνει προς την κατεύθυνση αναγνώρισης του ως του καθαυτό 'τόπου' του θέρους, καθιστά την ενδεχομενικότητα επίσκεψης στη νήσο και γενεακά εστιασμένη (οι νεότερες ηλικίες και οι δυνατότητες διασκέδασης που διανοίγονται), προσδιορίζει τις εκφάνσεις ενός χρόνου που βιώνεται με όρους 'αξιακής σημαντικότητας' ('ευρίσκομαι και εγώ εδώ'), προβαίνοντας σε μία εμπρόθετη έγκληση του χώρου, ήτοι της νήσου 'Μύκονος' ως 'νησίδα' ανάπτυξης και προσέλκυσης κεφαλαίων.
Με πεδίο αναφοράς τον πολιτικά στερεοτυπικό λόγο περί του τουρισμού ως 'εμπροσθοφυλακή-ατμομηχανή' της ανάπτυξης της χώρας, ή αλλιώς, ως «βαριά βιομηχανία της χώρας», ο Δημήτρης Μανιάτης σημειώνει στο άρθρο του: «Αν συμφωνείτε με το γνωστό στερεότυπο πως ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας, σε ένα τέτοιο δεδομένο, η Μύκονος είναι το μεγαλύτερο εργοστάσιο στην άτυπη αλυσίδα παραγωγής».
Στο πλαίσιο της συγκέντρωσης του πλήθους καθώς και της ίδιας δόμησης ενός κοινωνιο-ανθρώπινου ιδεοτύπου που κινούμενο αδιάκοπα στη 'Χώρα' επιζητεί να λάβει κάτι από το επίχρισμα της θερινής 'ιερότητας' που δύναται να προσφέρει η νήσος, διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις ανάδυσης μίας οικιστικής επέκτασης που συντελεί στην υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής, επέκτασης που καθίσταται μία ιδιαίτερη 'μικρογραφία' της άναρχης δόμησης που συναρθρώνεται με μορφές μίκρο και μάκρο συσσώρευσης κεφαλαίου, προσδιορίζει εννοιολογικά την μετάβαση σε έναν τύπο (και όχι τρόπο) κεφαλαιοκρατικής, τουριστικής παραγωγής εντός του οποίου εναλλάσσονται μορφές βραχείας και μέσης διάρκειας ενοικίασης, το υπόδειγμα του 'all inclusive' με την επικεντρωμένη στη Μύκονο άνθηση τουριστικών δραστηριοτήτων, εκεί όπου οι διάσπαρτες εμπορικές 'νησίδες' αναπαραγωγής πολυεθνικών και μη 'brands' συναρθρώνονται με την προσέλκυση και την τοποθέτηση κεφαλαίων (και Ρωσικής, Αραβικής προέλευσης), που νοηματοδοτούν, εντός τόπου, χαρακτηριστικά ενός διαφορικού 'ελιτισμού' που δεν 'φετιχοποιεί' το χρήμα και τα χρήματα (κοινωνική σχέση), αλλά την αισθητική που αξιο-θεμελιώνεται πάνω στον άξονα μίας περισσότερο ειδολογικής κατανομής.
Τα χρήματα εν προκειμένω, αποκτούν αντίκρισμα εντός 'Μυκόνου', σε διάφορες δραστηριότητες που σημασιοδοτούν 'φαντασμαγορικές επιτελέσεις', ενσκήπτοντας εντός μίας γλώσσας που δεν δύναται να αναγνωρίσει 'σύνορα' διότι η νήσος 'Μύκονος' καθίσταται 'μείζον σύνορο' των νέων μορφών πλούτου, του πλούτου που κατατίθεται συμβολικά δημιουργώντας εκ νέου ‘υπεραξία’.
Δύναται να αναφερθεί πως στη Μύκονο λαμβάνει χώρα «η γρήγορη μετακίνηση του κεφαλαίου από το έναν τομέα στον άλλον», για να παραπέμψουμε στον Σπύρο Σακελλαρόπουλο, στο σημείο όπου ευρίσκονται υποκείμενα που δεν 'ζουν τον μύθο τους στη Μύκονο' ,αλλά συγκροτούν την δική τους συμβολική ιστορία που, όντας 'μυθοποιημένη ιστορικότητα', καθίσταται 'κοινοποιήσιμη', με παρέα και δίχως παρέα. Η 'Μύκονος' συμβολικά και αναπαραστατικά, λειτουργεί ωσάν 'πεδίο' που οδηγεί σε μία 'φορτισμένη ενηλικίωση'.
«Στο μοντέλο της (σ.σ: της Μυκόνου), συγκεντρώνονται όλα τα νέα στοιχεία, οι νέες τάσεις επιχειρηματικότητας, ο οδικός χάρτης των πιο ευέλικτων σχέσεων εργασίας, ακόμη και του νέου τουριστικού ανθρωπότυπου – αυτού του μοντέρνου νομάδα που ταξιδεύει πιο γρήγορα και πιο πολύ από ποτέ. Όλα τα σημάδια λοιπόν λένε πως φέτος στη Μύκονο θα γίνει το αδιαχώρητο. Σχεδόν αυτόνομη από την υπόλοιπη πραγματικότητα της χώρας, μια πλωτή Ντίσνεϊλαντ ευμάρειας για τους κροίσους που την επιλέγουν, διεξάγει μόνη της την προβολή της, οι πολιτικοί κυβερνώντες ή μη περνάνε από εδώ αμήχανα και απλώς ενημερώνονται για το εξπρές τρένο που τρέχει μπροστά τους. Τα νέα επιχειρηματικά σχήματα, επενδύοντας πάνω στην εναπομείνασα ομορφιά της, φαραωνικά και ασύνορα στην πλεονεξία, πολύ λίγο λαμβάνουν υπόψη τη σοφή γεωμετρία του τόπου. Όχι, ακόμη πολυκατοικίες δεν έχει το νησί. Τείνει όμως να μεταμορφωθεί σε πόλη, ένα συνεχές φώτων, οικισμών και σπιτιών, ένα επίνειο της Αθήνας και μια πολύβουη πολιτεία τριών – τεσσάρων μηνών με μαύρα τζιπ, υπηρεσίες μοντέρνων θυρωρών, μια φάμπρικα ευζωίας για τους ευμαρείς επισκέπτες», τονίζει σχετικά ο Δημήτρης Μανιάτης αφετηριακά εννοιολογώντας την δυναμική 'αυτοτέλεια' και αυτοπροβολή της 'Μυκόνου' πέραν πολιτικών επιλογών.
Όμως, είναι το μοντέλο και η πολιτική τυπολογία περί του τουρισμού ως «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας, διαμέσου των οποίων αναδεικνύεται η Μύκονος ως συμβολικό και εξόχως 'ποθητό' πεδίο δεικνύοντας μία κοινωνική 'αίγλη' που δύναται να διαφανεί σε κάθε στενό, και, προβαίνοντας στη 'σύλληψη' ενός διφυούς πλέγματος συγκεντροποίησης και υπερ-τουριστικοποίησης, που στα ακρότατα όρια του, 'εγγίζει' όψεις απώλειας της 'ιδιωτικότητας'.
Σε αυτό το σημείο, η ανάλυση δεν προσομοιάζει προς το έδαφος μίας νοσταλγικού τύπου εξιδανίκευσης του θερινού παρελθόντος (η Μύκονος ως 'ψαροχώρι' που πλέον αναπαρίσταται μόνο σε νοσταλγικές καρτ ποστάλ άλλων εποχών), αλλά επιθυμεί να αναδείξει την δυναμική που προσλαμβάνει στο χώρο και στο χρόνο, η διαδικασία της υπερ-τουριστικοποίησης που όντας, ανεστραμμένη και μη, σήμανση 'περιοδικότητας', συμβάλλει στην 'εξάντληση' του εδάφους, στην επί τα χείρω μεταβολής της λειτουργίας βασικών υποδομών του νησιού (δίκτυο ύδρευσης, αποχέτευσης), στην αύξηση των τιμών των ενοικίων (με γνώμονα την τουριστική χρονιά) που επανεπινοεί πρωταρχικά την συγχρονική ιστορία της νήσου που ευρίσκεται στην 'καρδιά' του Αιγαιακού αρχιπελάγους.
Και δίπλα σε αυτές τις εκφάνσεις, ανακύπτουν ζητήματα όπως είναι οι κρισιακά επισφαλείς και εκμεταλλευτικές (και με πλαίσια εντατικοποίησης) σχέσεις εργασίας στην περιώνυμη 'τουριστική βιομηχανία' που νοούνται και ως επι-γενόμενα σχήματα προσωρινής παύσης της ανεργίας (σχήμα εναλλαγής προσωρινής απασχόλησης και ανεργίας) εγγράφοντας στο εσωτερικό τους αυτό που ο Δημήτρης Κατσορίδας θεωρεί ως «ένταξη των νέων εργαζόμενων στην παραγωγική διαδικασία στη βάση ενός «νέου» πλαισίου ευέλικτων εργασιακών σχέσεων», ο έμφυλος καταμερισμός της εργασίας και των εργασιακών σχέσεων, η ίδια εργασιακή κατανομή επί τη βάσει μίας ρατσίζουσας 'διαφοράς', η άσκηση μίας βίας που 'παράγεται' και λειτουργεί ωσάν οριακή 'επι-τέλεση' που προϋποτίθεται σε γυμναστήρια που 'παράγουν' υποκείμενα 'έτοιμα για την Μύκονο', και αφήνει την 'γοητεία' που ασκεί η νήσος να διαρρεύσει εκτατικά.
«Το brand Mykonos, λοκομοτίβα του μαζικού τουρισμού, διακρίνεται, εξαπλώνεται μέσω της εικόνας, του Instagram και της προφορικής εμπειρίας, συχνά οι ξένοι δεν ξέρουν τη χώρα, ξέρουν το νησί, χιλιάδες λαϊκά παιδιά κάνουν οικονομίες στη Νάπολι για ένα τριήμερο». Η λέξη Μύκονος ως ‘ξένωση’ συγκεκριμενοποιείται: τόπος εμμενής και διαρκής κοινωνιο-ανθρώπινη κυκλοφορία που φέρει τα δικά της συμφραζόμενα. Στις εκφάνσεις και στις προεκτάσεις που λαμβάνει ο όρος 'Πρώτη Φορά Αριστερά', η Μύκονος ανα-συνθέτει και αφηγείται ιστορίες 'θριάμβου' και μία φαντασιακής επίκλησης του χρόνου: η Μύκονος ισοδυναμεί με το πρόθημα ‘όλα’.
Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα’, Εφημερίδα ‘Τα Νέα’, 10/05/2019, σελ. 7. Η ανάλυση που επιχειρεί ο Δημήτρης Μανιάτης, τείνει στο να αναφέρει τις διαστάσεις εκείνες που συνθέτουν τον ιδιότυπο ‘εξαιρετισμό’ της Μυκόνου, διαστάσεις ή πτυχώσεις που εκφράζουν συγκεκριμένα ηθικο-πρακτικά πρότυπα, εστιάζοντας στην άρθρωση εντός νήσου, «νέων επιχειρηματικών σχημάτων» για τα οποία η ‘Μύκονος’ ενσκήπτει ως ‘τόπος παραμυθίας’, ως αναγωγιστικός και εικονοκλαστικός φολκλορισμός που ‘συνενώνει λαούς’.
Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα…ό.π., σελ. 7. Ο όρους «βαριά βιομηχανία» προσεγγίζει το ίδιο φαντασιακό της ‘υστέρησης’ το οποίο και διεκδικεί την ‘υπερ-αναπλήρωση’ του διαμέσου της γλώσσας: έτσι, αφενός μεν δεικνύεται συνειρμικά το πλέγμα της «βαριάς βιομηχανίας», με την μορφή που έχει προσλάβει κύρια στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης, αφετέρου δε, στην ελληνική περίπτωση, o τουρισμός εκ-φέρεται ως «βαριά βιομηχανία», ως σύστοιχο της ‘προόδου’ (η ‘πρόοδος’ ως αυστηρά οικονομική διαδικασία), που διαμεσολαβεί λειτουργίες ‘υπερ-αναπλήρωσης αυτού που δεν υπάρχει’, δηλαδή ‘βαριά βιομηχανία’ όπως απαντάται σε χώρες και σε κεφαλαιοκρατικές οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης.
Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα…ό.π., σελ. 7. Σε αυτή την περίπτωση (η Μύκονος ως ‘ιδιαίτερη περίπτωση’), ο συγγραφέας του άρθρου προχωρά στην ανα-κατασκευή του πολιτικού επιχειρήματος που δίδει στον τουρισμό επίχρισμα «βαριάς βιομηχανίας», δίδοντας στην ‘Μύκονο’ την πρωτοκαθεδρία σε έναν άτυπο καταμερισμό εργασίας υπό τους όρους μίας μείζονος τουριστικής ανάπτυξης και συγκέντρωσης κεφαλαίου και ‘πλήθους’, με όρους παραγωγής που σχετίζεται με τον πρόσημο της «βαριάς βιομηχανίας», με τον συγγραφέα να αποφαίνεται διαμέσου της χρησιμοποίησης του συνδετικού ‘είναι’ που εκφράζει και φανερώνει ‘κάτι ήδη τελεσμένο’: «Η Μύκονος είναι το μεγαλύτερο εργοστάσιο στην άτυπη αλυσίδα παραγωγής».
«Στο μοντέλο της συγκεντρώνονται όλα τα νέα στοιχεία, οι νέες τάσεις επιχειρηματικότητας, ο οδικός χάρτης των πιο ευέλικτων σχέσεων εργασίας, ακόμη και του νέου τουριστικού ανθρωπότυπου – αυτού του μοντέρνου νομάδα που ταξιδεύει πιο γρήγορα και πιο πολύ από ποτέ». Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα…ό.π., σελ. 7. Ο «νέος τουριστικός ανθρωπότυπος», χρησιμοποιεί αεροπορικές εταιρίες χαμηλού κόστους, εκμηδενίζει τις αποστάσεις διαμέσου της τεχνολογικής αιχμής (νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης), ‘εφευρίσκει’ τις προκείμενες ενός συγχρονικού όσο και συνθηματολογικού υποδείγματος ‘ζήσε γρήγορα και έντονα’, ‘ενσαρκώνοντας’ την μετάβαση σε ένα πρόσημο διακριτό: ‘λίγα χρήματα, πολλές εμπειρίες’.
Δύναται να αναφέρουμε ό,τι η οικονομία και οι παραγωγικές σχέσεις στη Μύκονο όπως και σε άλλα νησιά του Αιγαίου, έχουν μετασχηματισθεί προς την κατεύθυνση ανάπτυξης του μαζικού τουρισμού, εκεί όπου ο τουρισμός και το εν γένει τουριστικό ‘προϊόν’ σημαίνονται Μεταπολιτευτικά και κρισιακά, ως ‘μείζονα αιχμή’, παράμετρος μίας ευρύτερης στρατηγικής η οποία και, προτάσσει και αναπαριστά το σημαίνον Ελλάδα άλλοτε με όρους ‘άφθαστου φυσικού κάλλους’ (‘φυσικοποιημένη εξιδανίκευση’), και άλλοτε με τους όρους μίας ‘ιστορικοποιημένης’ πρόσληψης που ‘διαπραγματεύεται΄ την θέση της χώρας εντός, κύρια, ενός δυτικο-κεντρισμού διαρκείας: ‘εδώ εκκίνησαν όλα’.
«Οι εγγενείς στο σύστημα αιτιώδεις σχέσεις, οι οποίες διέπουν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, επιβάλλονται στα ατομικά κεφάλαια μέσω του ανταγωνισμού και εντάσσουν τα ατομικά αυτά κεφάλαια στην κίνηση και τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του συνολικού-κοινωνικού κεφαλαίου», επισημαίνουν σχετικά με τον Κεφαλαιοκρατικό Τρόπο Παραγωγής και την διαλεκτική σχέση μεταξύ ατομικού κεφαλαίου και συλλογικού ‘κεφαλαιοκράτη’, οι Γιάννης Μηλιός και Δημήτρης Σωτηρόπουλος. Βλέπε σχετικά, Μηλιός Γιάννης & Σωτηρόπουλος Δημήτρης, ‘Καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και ιμπεριαλιστική αλυσίδα: ο Νίκος Πουλαντζάς απέναντι στις θεωρίες του ιμπεριαλισμού’, στο: Γολέμης Χάρης & Οικονόμου Ηρακλής, (επιμ.), ‘Ο Πουλαντζάς σήμερα’, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς & Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2012, σελ. 255.
Το μοντέλο του ‘all inclusive’ χρησιμοποιείται εντατικά και την περίοδο της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, υπό την συνθήκη της συναρμογής και της ‘ειδικής’ του εφαρμογής από μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα που συνεργάζονται και με συγκεκριμένα τουριστικά πρακτορεία, τονίζοντας την κοινωνική, παραγωγική και οικονομική ισχυροποίηση του ξενοδοχειακού κεφαλαίου (που φέρει και άλλες μορφές ίδιας κεφαλαιακής αναπαραγωγής), εντός του αστικού μπλοκ εξουσίας.
Παράλληλα με την ίδια αναφορά ενός διάστικτου ‘ελιτισμού’, δεικνύεται και η σημαίνουσα όψη, ενός, κατά την αναλυτική της Juliet Du Boulay, «κτητικού ατομικισμού» που ‘εδαφοποιείται’ στο περιβάλλον του νησιού. Αναφέρεται στο: Οικονόμου Λεωνίδας, ‘Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι’, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015, σελ. 234.
Βλέπε σχετικά, Σακελλαρόπουλος Σπύρος, ‘Κρίση και κοινωνική διαστρωμάτωση στην Ελλάδα του 21ου αιώνα’, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2014, σελ. 21. Ο Σπύρος Σακελλαρόπουλος εστιάζει στη δράση και στην αναπαραγωγή του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου.
Κύρια στα νέα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και ιδίως στην εφαρμογή του Instagram, διαμέσου του οποίου ‘κοινοποιείται’ ένας, Καντιανού τύπου, ‘ενθουσιασμός’ για αυτό που επι-συμβαίνει όχι ως ανάμνηση, αλλά ως ζώσα πραγματικότητα.
Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα…ό.π., σελ. 7. Η άναρχη οικιστική δόμηση, η επέκταση επί του χώρου με διακύβευμα την ‘θέα προς την θάλασσα’, συγγενεύει με αντίστοιχα μοντέλα οικιστικής και χωροταξικής επέκτασης που ακολουθήθηκαν ανά την ελληνική επικράτεια, όπως είναι αυτό της Αθήνας (η περιώνυμη ‘αντιπαροχή’), μοντέλο που εφαρμόστηκε τα πρώτα μετεμφυλιακά-μεταπολεμικά χρόνια.
Η ίδια η έκθεση του τουριστικού ‘προϊόντος’ ως δυνατότητα διακοπών, διαρκώς ενέχει τις απευθύνσεις του προς μερίδες του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων, με την νήσο Μύκονο να αναπαρίσταται ως το πεδίο της σύγκλισης, εκεί όπου ενυπάρχει η δυνατότητα του βιώματος στον ‘ίδιο χρόνο’ και στον ‘ίδιο τόπο’ (πλούσιων κεφαλαιούχων και διαφόρων εργαζομένων), με τον συγκλονισμό να δια-μοιράζεται: η ευμάρεια ισορροπεί μαζί με την ‘αίγλη’ που αποπνέει ο τόπος, αυτή η θερινή ‘Γη της Επαγγελίας’ για τους ‘πολλούς’.
Η ανάλυση του Δημήτρη Μανιάτη περιλαμβάνει και την παράμετρο των επικείμενων δημοτικών και περιφερειακών εκλογών, εμβαθύνοντας σε αυτό που θεωρεί ως ‘αδυναμία διοίκησης’ της νήσου ενώπιον των βαθυ-δομικών μεταβολών που έχουν ‘φέρει’ την Μύκονο στη θέση του ‘αυτόματου πιλότου’, ή αλλιώς της ‘αυτόματης μηχανικής’ με άξονα την άκρατη ‘τουριστικοποίηση’ και ‘διεθνοποίηση’ της νήσου, θέτοντας στο επίκεντρο το μείζον διακύβευμα (δραματοποιημένα), για την επόμενη δημοτική αρχή που είναι η υπεράσπιση της εναπομείνασας Κυκλαδίτικης ταυτότητας της Μυκόνου. Σταχυολογούμε ενδεικτικά: «Τα γράφω όλα αυτά, ενώ το νησί κατοικείται ακόμη από ντόπιους, διατηρεί ακόμη μια κάποια ταυτότητα και βέβαια είναι διαστρωματωμένο και θνητό. Οι δε ντόπιοι και οι εξ αγχιστείας ντόπιοι αυτές τις ημέρες διεξάγουν τον δικό τους προεκλογικό αγώνα, πολλοί εξ αυτών είναι υποψήφιοι με τα τρία σχήματα που κατεβαίνουν για τον δήμο, άλλοι και για την Περιφέρεια Νότιου Αιγαίου. Ορισμένοι εξ αυτών εντάσσουν στην εκλογική τους ρητορική το πώς φαντάζονται τον τουρισμό στο νησί, άλλοι στέκονται στα τοπικά θέματα και στις τεχνολογίες επιβίωσης. Κι εδώ έχει σκουπίδια, traffic, θέμα με το νερό, αυτά που απασχολούν όλους τους δήμους της χώρας. Με μια διαφορά. Δεν είναι λίγοι αυτοί που παρατηρούν πως το νησί δεν μπορεί να διοικηθεί. Είναι στον αυτόματο.
Οι τοπικοί άρχοντες εδώ και μια δεκαετία δεν μπορούν να προβούν σε ρήξεις, σε οριοθετήσεις, στην υπεράσπιση της ταυτότητας που προσείλκυσε από τις αρχές του αιώνα τόσο κόσμο. Το τοπικό συμπιέζεται από το παγκόσμιο. Ο καπιταλισμός εδώ είναι πούρος, οι δυνατότητες αυτοτελούς άσκησης εξουσίας ελάχιστες. Τα μεγάλα τραστ με τους σεκιουριτάδες και τους στρατούς φαντάζουν πάνω από κανόνες και όρια. Το νέο και πιθανώς τελευταίο μεγάλο στοίχημα για τους νέους αιρετούς που θα προκύψουν στις 26 Μαΐου είναι να μη χάσει το νησί ολότελα την ψυχή του». Βλέπε σχετικά, Μανιάτης Δημήτρης, ‘Μύκονος: πίσω απ’ το θαύμα…ό.π., σελ. 7. Πέραν όμως του, κατά τον Δημήτρη Μανιάτη, ‘αυτόματου’ (αναγωγιστική προσέγγιση) που υπερβαίνει πολιτικά όσο και ηθικοπρακτικά την τοπική δημοτική αρχή, αυτό που δια-κρατείται είναι η δυναμική και οι επάλληλες προεκτάσεις ενός επιτελεστικού λόγου (και πολιτικού) που ανα-πλαισιώνει ό,τι δύναται να ‘προσφέρει’ (ως ‘μήτρα’ που οδηγεί σε υπερβάσεις ορίων), το νησί, τις απευθύνσεις προς διαφορετικές κατηγορίες (αφετηριακά το νησί καθίσταται έναυσμα ανα-διαμόρφωσης της gay και queer σεξουαλικότητας), τα ‘μυθοποιημένα’ πλαίσια του ‘αισθαντικού’ (η ‘απόλαυση του λαμπρού ήλιου’), εκεί όπου η Μύκονος μετασχηματίζεται σε πρόσημο ‘κοσμοπολιτικής’.