Στη συζήτηση στη Βουλή για τον νέο νόμο - λαιμητόμο για τον κατώτατο μισθό και τις Συλλογικές Συμβάσεις, δεν υπήρξε βουλευτής της κυβέρνησης που να μην πανηγυρίσει για τις «επιτυχίες» της στη «μείωση της ανεργίας». Τον τόνο έδωσε η ίδια η υπουργός Εργασίας, η οποία δεν χάνει ευκαιρία να κομπάζει για το «κατόρθωμα». Ομως, μια πιο προσεκ... Περισσότερα
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΗ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΟ ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΠΡΑΞΙΚΟΠΗΜΑ ΤΗΣ 21ης ΑΠΡΙΛΙΟΥ 1967
από Η Άλλη Άποψη
Συμπληρώνονται 50 χρόνια από την εγκαθίδρυση της επτάχρονης δικτατορίας της 21ης Απριλίου. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν, όσα ακολούθησαν στη διάρκειά της, έως τις μέρες κατάρρευσης και παράδοσης της σκυτάλης στην αστική κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» υπό τον Κ. Καραμανλή (24 Ιούλη 1974), προσφέρουν πλούσια συμπεράσματα, χρήσιμα στους σύγχρονους εργατικούς, λαϊκούς αγώνες. Αποδείχνουν ότι, προκειμένου η αστική τάξη να διασφαλίσει την απρόσκοπτη πορεία των συμφερόντων της, δεν διστάζει να καταφύγει σε κάθε αντιδραστικό μέσο, στη χρήση οποιουδήποτε αντιλαϊκού εργαλείου.
Οι εξελίξεις στα χρόνια της δικτατορίας επιβεβαίωσαν και πάλι ότι πλατιές εργατικές, λαϊκές, νεολαιίστικες δυνάμεις μπορούν τελικά να αντιδρούν και να κινητοποιούνται παρά τις συνθήκες ωμής βίας και ανοιχτής τρομοκρατίας.
Το ΚΚΕ, παρότι ήταν εκτός νόμου από το 1947 και χωρίς Κομματικές Οργανώσεις από το 1958, αποτέλεσε την ψυχή της αντιδικτατορικής πάλης. Δίπλα του έδρασε ηρωικά και είχε τη δική της μεγάλη συμβολή η ΚΝΕ, που ιδρύθηκε το 1968. Χιλιάδες στελέχη και μέλη του Κόμματος και της Νεολαίας του κατέθεσαν μεγάλες θυσίες στην υπόθεση της ανατροπής της χούντας, γι' αυτό αποτέλεσαν τον πιο μισητό στόχο της. Το ΚΚΕ ήταν το μοναδικό κόμμα που έβλεπε και στήριζε την ανατροπή της χούντας μέσα από την οργανωμένη πάλη της εργατικής τάξης, των λαϊκών στρωμάτων. Δεν την ανέθεσε στον διεθνή καπιταλιστικό παράγοντα -ευρωπαϊκό, αμερικανικό και γενικά ΝΑΤΟικό- ή στις εγχώριες αστικές πολιτικές δυνάμεις.
1. Οι αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στους κόλπους του μετεμφυλιακού αστικού πολιτικού συστήματος που διαμορφώθηκε από το 1946. Χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν η συσπείρωση όλων των αστικών δυνάμεων, οργανώσεων και δομών, που, παρά τις διαφορές τους, συναντήθηκαν στο στόχο της ήττας του ΔΣΕ. Κοινή σημαία τους ήταν ο αντικομμουνισμός, με προεξάρχοντα το ρόλο του Παλατιού και των Ενόπλων Δυνάμεων.
Δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα η θέση που πρόβαλλε η ΝΔ ότι η δικτατορία ήταν έργο κάποιων «αφρόνων αξιωματικών», ή το χαλκευμένο από τη χούντα προπαγανδιστικό πυροτέχνημα ότι η δικτατορία έγινε εξαιτίας του «κομμουνιστικού κινδύνου».
Επίσης δεν είναι αντικειμενική η ανάλυση, που γίνεται κυρίως από το ΠΑΣΟΚ και άλλους του «κεντρώου» χώρου, ότι στη δικτατορία οδήγησαν τα αποκαλούμενα «Ιουλιανά» γεγονότα. Πρόκειται για ισχυρισμό που στοχεύει στη συγκάλυψη των βαθύτερων αιτιών και επιλογών της αστικής τάξης, καθώς και στον εξωραϊσμό της Ενωσης Κέντρου και του αρχηγού της Γεωργίου Παπανδρέου (ως «Γέρου της Δημοκρατίας»).
Τα «Ιουλιανά» συντελέστηκαν μετά την απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της Ενωσης Κέντρου (15 Ιούλη 1965) και εξαιτίας της «αποστασίας» βουλευτών της με τη σύμπραξη του Θρόνου και της ΕΡΕ. Αν και ήταν προϊόν και έκφραση των οξυμένων ενδοαστικών αντιθέσεων, δεν συνιστούσαν τη γενεσιουργό αιτία της δικτατορίας. Οπωσδήποτε ανέδειξαν πιο έντονα τους τριγμούς του αστικού πολιτικού συστήματος και την αδυναμία του να τους αντιμετωπίσει. Τις ενδοαστικές διαφορές δεν μπόρεσαν να γεφυρώσουν οι προσπάθειες που έγιναν με την κρυφή προεκλογική συμφωνία Π. Κανελλόπουλου και Γ. Παπανδρέου (1966) ενώπιον του βασιλιά Κωνσταντίνου Γλύξμπουργκ για κυβερνητική συνεργασία μετά τις εθνικές εκλογές. Οι τελευταίες προκηρύχτηκαν τελικά για τις 28 Μάη 1967, δίχως να γίνουν.
Το χουντικό στρατιωτικό καθεστώς στηρίχτηκε στο μετεμφυλιακό θεσμικό πλαίσιο που διατηρούσαν διαδοχικά όλες οι κυβερνήσεις, της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ενωσης (ΕΡΕ), της Ενωσης Κέντρου (ΕΚ), καθώς και οι κυβερνήσεις με τη συμμετοχή των λεγόμενων «αποστατών» μετά τον Ιούλη του 1965. Το πιο χαρακτηριστικό στοιχείο του ήταν η ισχύς των «εκτάκτων μέτρων» έως το 1974, ενώ μέχρι το 1962 τα «έκτακτα μέτρα» δικαιολογούνταν στο όνομα της «ανταρσίας των κομμουνιστοσυμμοριτών». Επίσης, το Σύνταγμα που ίσχυε από το 1952 νομιμοποιούσε την εκτροπή από τον αστικό κοινοβουλευτισμό, δίνοντας δικαίωμα στο βασιλιά να αναλάβει τέτοια πρωτοβουλία μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
Στη φάση που προχωρούσε η μεταπολεμική καπιταλιστική ανάπτυξη, το διαμορφωμένο μετεμφυλιακό καθεστώς εκ των πραγμάτων πρόβαλλε ως παρωχημένο για να εξυπηρετηθούν η πιο ομαλή χειραγώγηση και η ενσωμάτωση των εργατικών - λαϊκών μαζών. Οι εκσυγχρονισμοί του πολιτικού συστήματος, που επιχειρήθηκαν από αστικές κυβερνήσεις (Κ. Καραμανλή, Γ. Παπανδρέου), αφορούσαν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρμοδιότητες κάθε πλευράς (κυβέρνησης - Θρόνου), ιδιαίτερα τον έλεγχο του στρατού. Σ' αυτές τις συνθήκες οξύνθηκαν παραπέρα και οι προϋπάρχουσες αντιθέσεις ανάμεσα στα αστικά κόμματα και το Παλάτι, που πραγματοποιούσε συμμαχίες πότε με το ένα και πότε με το άλλο κόμμα, ενώ άμεσα και άλλοτε έμμεσα ανέτρεπε με τους συμμάχους του και κυβερνήσεις. Ταυτόχρονα οι ενδοαστικές αντιθέσεις διαπλέκονταν με την όξυνση των διεθνών καπιταλιστικών ανταγωνισμών στην περιοχή και πιο ειδικά με το κυπριακό ζήτημα.
Η δικτατορία των συνταγματαρχών γεννήθηκε μέσα από την κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος και με στόχο να το βγάλει από αυτή. Δίχως να έχουν και οι ίδιοι οι πραξικοπηματίες ενιαία αντίληψη και εξαρχής καθαρό στις λεπτομέρειές του αυτό που επιδίωκαν να φέρουν, καθώς και το χρόνο πραγματοποίησής του, συνάγεται ότι επιδίωξή τους ήταν: Να διαμορφωθεί ένα «υγιές» πολιτικό σύστημα, «σύγχρονο», σαφώς αντικομμουνιστικό, με βασικό πυλώνα του την «εθνικόφρονα» παράταξη και με χαρακτηριστικά «αστυνομικού κράτους». Στο πλαίσιό του θα εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία τα αναμορφωμένα αστικά κόμματα, ενώ θα ήταν κατοχυρωμένος και ο παρεμβατικός ρόλος του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις.
2. Το ΚΚΕ, από την πρώτη μέρα επιβολής του πραξικοπήματος, ανέδειξε τις ευθύνες των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην καλλιέργεια του εδάφους και τη δημιουργία προϋποθέσεων για την επιβολή της δικτατορίας. Με την πολιτική και στρατιωτική παρέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ και σε σύμπραξη με το εγχώριο αστικό κράτος είχε διαμορφωθεί στην Ελλάδα ένας ισχυρός πολυπλόκαμος μηχανισμός απροκάλυπτης βίας με κέντρα το στρατό και το Θρόνο, τις άλλες κρατικές αλλά και «παρακρατικές» δυνάμεις καταστολής, τη δράση της CIA και τις διασυνδέσεις της.
Είναι αποπροσανατολιστική η προσπάθεια απενοχοποίησης των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ, που επιχειρείται από αστούς πολιτικούς, ιστορικούς και παράγοντες της αμερικανικής πολιτικής μετά το 1974 ως σήμερα, με τον ισχυρισμό ότι το Πεντάγωνο, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ και η CIA αιφνιδιάστηκαν, ότι δεν είχαν ιδέα για το ενδεχόμενο δικτατορίας στην Ελλάδα. Το πραξικόπημα όχι μόνο ήταν σε γνώση τους, αλλά είχε τουλάχιστον την ανοχή, αν όχι και τη στήριξη μηχανισμών τους.
Αυτό που καθόριζε τη στάση των ΗΠΑ απέναντι στις κυβερνήσεις της Ελλάδας γενικά και ειδικότερα στη χουντική σε όλη την επταετία ήταν αν, με τη μια ή την άλλη μορφή της καπιταλιστικής εξουσίας, εξασφάλιζαν τα ιμπεριαλιστικά τους συμφέροντα στη Μεσόγειο, τη Μέση Ανατολή, τη Βόρεια Αφρική. Αν εξασφάλιζαν τα συμφέροντα των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ στην πολύμορφη επιθετική και διαβρωτική πολιτική τους ενάντια στον ταξικό τους αντίπαλο, την ΕΣΣΔ, τα σοσιαλιστικά κράτη, τη συμμαχία αυτών των κρατών στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η στάση των ΗΠΑ καθοριζόταν και από τις αντιθέσεις τους με άλλα καπιταλιστικά κράτη της Ευρώπης για τα συμφέροντά τους στη Μεσόγειο - Μέση Ανατολή.
3. Η στρατιωτική χούντα επιδίωξε ομαλές σχέσεις με τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Δίχως βέβαια να αμφισβητεί τη ΝΑΤΟική στρατηγική, έκανε και ορισμένες επιλογές που διαφοροποιούνταν από την πολιτική τους ή κάποιες φορές έρχονταν σε ορισμένη αντίθεση με αυτή. Συνέχισε τη γραμμή των προηγούμενων αστικών κυβερνήσεων, ως προς τη μη αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ. Κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1967 είχε δεχτεί να χρησιμοποιηθούν από τις ΗΠΑ οι βάσεις τους στην Ελλάδα, ενώ κατά τον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973, επισήμως τουλάχιστον, τις αρνήθηκε. Φυσικά η χουντική κυβέρνηση δεν αντέδρασε όταν οι ΗΠΑ χρησιμοποίησαν τη Σούδα στον πόλεμο υπέρ του Ισραήλ. Επίσης, το 1973 στήριξε την πολεμική δράση του 6ου αμερικανικού Στόλου με συμφωνία ανάμεσα στο ελληνικό και αμερικανικό πολεμικό ναυτικό, παραχωρώντας διευκολύνσεις.
Η τακτική, που ακολούθησε η δικτατορία με φραστικές διακηρύξεις ουδετερότητας, οφειλόταν στο γεγονός ότι ισχυρά τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν οικονομικά συμφέροντα και συναλλαγές με τις αραβικές χώρες.
Μετά την επιβολή του πραξικοπήματος, οι ΗΠΑ πήραν θέση υπέρ της αποκατάστασης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, χωρίς να καταδικάζουν το πραξικόπημα. Αρχικά, κάτω από την πίεση διαφωνούντων στο Κογκρέσο, ανακοίνωσαν επιβολή εμπάργκο στην πώληση βαριών όπλων προς την Ελλάδα, ενέργεια που δεν άσκησε καμία πίεση στο στρατιωτικό καθεστώς. Το αμερικανικό εμπάργκο αντισταθμίστηκε από τη χορήγηση στρατιωτικού εξοπλισμού από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και τη Γαλλία.
Η Τουρκία ήταν το πρώτο κράτος που αναγνώρισε τη χούντα. Οι ΗΠΑ αναγνώρισαν επίσημα τη δικτατορία 9 μήνες μετά το πραξικόπημα (21 Γενάρη 1968). Στη συνέχεια ανακάλεσαν το στρατιωτικό εμπάργκο και έδωσαν στην Ελλάδα πλοία, αεροσκάφη και ορισμένα άρματα μάχης. Ακολούθησε η αναγνώριση από τη Βρετανία, την Αυστραλία, τη Νότια Αφρική, την Πορτογαλία, τη Φορμόζα, την Ιταλία, τον Καναδά και πολλά άλλα καπιταλιστικά κράτη.
Στη διάρκεια της δικτατορίας, οι ΗΠΑ στήριξαν τη δικτατορική κυβέρνηση. Εκαναν συχνά επίσημες διμερείς συνταντήσεις με τη στρατιωτική χούντα, όπως με τις επισκέψεις του αντιπροέδρου των ΗΠΑ Σπύρο Αγκνιου, του υπουργού Εξωτερικών Σάιρους Βανς, των Ρότζερς - Σίσκο, καθώς και συναντήσεις κατά τις συνόδους του ΝΑΤΟ. Σε όλες τις συναντήσεις το Κυπριακό ήταν από τα κυρίαρχα θέματα. Παράλληλα εκπρόσωποι της αμερικανικής ηγεσίας κρατούσαν επαφή με τους ηγέτες των αστικών κομμάτων που είχαν ταχτεί κατά της στρατιωτικής δικτατορίας, με στόχο την «ομαλή» μετάβαση προς την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία.
4. Η επιβολή της στρατιωτικής χούντας προκάλεσε ανησυχία και αμηχανία στους κόλπους της ΕΟΚ, που είχε κάθε συμφέρον να οριοθετείται κατά του σοσιαλιστικού συστήματος, προβάλλοντας την αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επιδρούσε και το γεγονός ότι στην καπιταλιστική Ευρώπη αναπτύσσονταν σημαντικοί αγώνες: Διεκδικούνταν οικονομικά αιτήματα, ασφαλιστικά δικαιώματα, συνδικαλιστικές και αστικές δημοκρατικές ελευθερίες. Δυνάμωνε το κίνημα καταδίκης του πολέμου των ΗΠΑ στο Βιετνάμ, γενικότερα της αμερικανικής πολιτικής στήριξης δικτατορικών και απολυταρχικών κυβερνήσεων σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της πολιτικής του Ισραήλ σε βάρος αραβικών λαών.
Ουσιαστικά δεν «πάγωσε» η συμφωνία τελωνειακής σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ, ενώ η μείωση της χρηματοδότησης είχε επέλθει πριν την επιβολή της δικτατορίας. Παράλληλα τα τότε 9 κράτη-μέλη της ΕΟΚ συνέχισαν τις σχέσεις με την Ελλάδα, με πιο επίσημη τη σχέση της Γαλλίας. Κράτη-μέλη της ΕΟΚ πραγματοποιούσαν επαφές κατά τις συνόδους του ΝΑΤΟ, σε πολυμερείς συναντήσεις ή στην Ελλάδα με πρόσχημα επισκέψεις ιδιωτικού χαρακτήρα.
Η πιο σημαντική πολιτική απόφαση ήταν η αποπομπή της Ελλάδας από το Συμβούλιο της Ευρώπης, με εισήγηση των κυβερνήσεων του Βελγίου, του Λουξεμβούργου και της Ισλανδίας, και ενώ ο υπουργός Εξωτερικών της χούντας είχε δηλώσει ότι η Ελλάδα θα αποχωρούσε οικειοθελώς (12 Δεκέμβρη 1969). Η αποπομπή, δηλαδή, έγινε δύο χρόνια μετά την επιβολή της δικτατορίας, ενώ ανάλογο αίτημα υπήρχε από το 1967 από τις κυβερνήσεις της Δανίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Ολλανδίας.
5. Η στάση της ΕΣΣΔ και των άλλων σοσιαλιστικών κρατών καθορίστηκε με βάση τις εξής θέσεις τους: α) Την εξωτερική πολιτική διατήρησης σχέσεων με τα καπιταλιστικά κράτη, ανεξάρτητα από την εσωτερική πολιτική κατάσταση. β) Οτι η ανάπτυξη της εργατικής - λαϊκής πάλης και εξέγερσης αποτελούσε υπόθεση των εγχώριων δυνάμεων, του ΚΚ κάθε χώρας.
Η μη διακοπή από την ΕΣΣΔ των διπλωματικών και οικονομικών σχέσεων με την Ελλάδα αξιοποιήθηκε από τα αστικά κόμματα και από το αυτοαποκαλούμενο «ΚΚΕ Εσωτερικού», την οπορτουνιστική ομάδα που αποσπάστηκε από το Κόμμα, ως προκάλυμμα για να ξεδιπλώσουν την αντισοσιαλιστική τους προπαγάνδα, να συκοφαντήσουν το ΚΚΕ.
Η Σοβιετική Ενωση και τα άλλα κράτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης εκδήλωσαν με πολλούς τρόπους την αλληλεγγύη τους στον ελληνικό λαό.
Στις 27 Απρίλη 1967 ο ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας, σε εκπομπή του που μεταδιδόταν σε όλες τις γλώσσες, κάλεσε σε παγκόσμια κινητοποίηση για τη σωτηρία των δεσμωτών της χούντας. Την επομένη, η σοβιετική κυβέρνηση επέδωσε επίσημη νότα στον Ελληνα πρέσβη στη Μόσχα. Ακολούθησαν μια σειρά διαβήματα, ενώ στις 21 Φλεβάρη 1968 η ΕΣΣΔ κατήγγειλε τη χούντα στον ΟΗΕ.
Τον Μάη του 1967 ο πρόεδρος της ΕΣΣΔ και ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΣΕ Λεονίντ Μπρέζνιεφ δήλωσε δημόσια: «Μια νέα εστία πολέμου για την ειρήνη και τη δημοκρατία παρουσιάστηκε με το στρατιωτικό φασιστικό πραξικόπημα στην Ελλάδα, τα δικαιώματα του ελληνικού λαού καταπατήθηκαν βάναυσα προς το συμφέρον του επιθετικού συνασπισμού του ΝΑΤΟ, το συμφέρον του κύριου εχθρού της ευρωπαϊκής ασφάλειας, του αμερικανικού ιμπεριαλισμού, που τον συμφέρει να δηλητηριάζει την ατμόσφαιρα των διεθνών σχέσεων στην ήπειρό μας».
Στις 13 Αυγούστου 1968, έπειτα από πρόταση της Κεντρικής Επιτροπής του Συνδικάτου Ναυτεργατών της ΕΣΣΔ, η σοβιετική κυβέρνηση αποφάσισε να μη ναυλώνει πλέον ελληνικά πλοία.
Τα ΚΚ των σοσιαλιστικών χωρών πρωτοστάτησαν σε ευρωπαϊκό αλλά και παγκόσμιο επίπεδο με εκδηλώσεις αλληλεγγύης στον ελληνικό λαό, στήριξαν με ηθική και υλική αλληλεγγύη την αντιδικτατορική δράση και τα θύματα της δικτατορίας.
6. Το στρατιωτικό πραξικόπημα στην Ελλάδα δεν συνάντησε άμεση λαϊκή αντίδραση -πέρα από μεμονωμένες περιπτώσεις- καθώς δεν υπήρχε καμιά ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική προετοιμασία του εργατικού - λαϊκού κινήματος, πρώτα απ' όλα από το ΚΚΕ αλλά και από την ΕΔΑ. Η έλλειψη μιας τέτοιας προετοιμασίας ανέκοψε τις όποιες διαθέσεις υπήρχαν μέσα στα πιο ριζοσπαστικοποιημένα τμήματα του λαού, που είχαν τις εμπειρίες και μνήμες του ΕΑΜικού αγώνα και του τρίχρονου αγώνα του ΔΣΕ. Στην έλλειψη άμεσης μαζικής αντίδρασης επέδρασαν και οι χιλιάδες συλλήψεις που πραγματοποιήθηκαν ταυτόχρονα και αμέσως μετά την πραγματοποίηση του πραξικοπήματος.
Ανήμερα του πραξικοπήματος υπήρξαν τουλάχιστον τρεις νεκροί: Ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής, η 24χρονη Μαρία Καλαβρού και ο Βασίλης Μπεκροδημήτρης. Στις 25 Απρίλη 1967 αξιωματικός της φρουράς των κρατουμένων στον Ιππόδρομο δολοφόνησε τον κομμουνιστή Παναγιώτη Ελή. Στις 22 Μάη 1967 βρέθηκε δολοφονημένος σε παραλία της Ρόδου ο Νικηφόρος Μανδηλαράς, υποψήφιος βουλευτής της ΕΚ και δικηγόρος της δίκης του ΑΣΠΙΔΑ. Στις 5 Σεπτέμβρη 1967 δολοφονήθηκε ο Γιάννης Χαλκίδης, στέλεχος της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη, μέλος του Γραφείου της Κομματικής Οργάνωσης Νέων Θεσσαλονίκης του ΚΚΕ. Στις 9 Μάη 1968 δολοφονήθηκε στο Γ΄ Σώμα Στρατού ο Γιώργος Τσαρουχάς, βουλευτής της ΕΔΑ και Γραμματέας της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ) του ΚΚΕ.
Από τις πρώτες ώρες του πραξικοπήματος συνελήφθησαν και κρατήθηκαν ο τότε πρωθυπουργός και τα μέλη της κυβέρνησης και στελέχη των αστικών κομμάτων. Οι περισσότεροι αφέθηκαν τελικά ελεύθεροι στις 23 Δεκέμβρη 1967, ενώ στη συνέχεια δόθηκε σε κάποιους άδεια εξόδου τους από την Ελλάδα. Ανάμεσά τους ήταν και ο Ανδρέας Παπανδρέου, ο οποίος έφυγε το Γενάρη του 1968 και το Φλεβάρη ανακοίνωσε την ίδρυση του Πανελλήνιου Απελευθερωτικού Κινήματος (ΠΑΚ). Τον Απρίλη του 1970 δόθηκε άδεια εξόδου στον μουσικοσυνθέτη και πρόεδρο της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη Μίκη Θεοδωράκη, μετά από διεθνείς πιέσεις και αντιδράσεις.
Απέναντι στον ελληνικό λαό στήθηκε ο αστυνομικός και στρατιωτικός μηχανισμός του αστικού κράτους. Η αστυνομία και η χωροφυλακή παρείχαν στη χούντα τους δεκάδες χιλιάδες φακέλους, όχι μόνο δραστήριων έως τότε κομμουνιστών, αριστερών, ριζοσπαστών, αλλά ακόμη και εκείνων που είχαν δράσει στα χρόνια της Κατοχής και του ΔΣΕ, που όμως αργότερα είχαν αποστασιοποιηθεί από την ενεργό δράση. Η πρωτοπορία του εργατικού - λαϊκού κινήματος, χιλιάδες έμπειροι αγωνιστές, βρέθηκαν κρατούμενοι σε όλη την Ελλάδα. Στη συνέχεια εξορίστηκαν στη Γυάρο, στη Λέρο, στην Αλικαρνασσό, στον Ωρωπό και αλλού.
Με την επιβολή του στρατιωτικού νόμου συστάθηκαν 10 έκτακτα στρατοδικεία σε ισάριθμες πόλεις, ενώ επιβλήθηκαν και άλλα μέτρα, όπως η απαγόρευση των συγκεντρώσεων, η αυστηρή λογοκρισία στον Τύπο κλπ. Στις 29 Απρίλη 1967 τέθηκαν και τυπικά εκτός νόμου τα πολιτικά κόμματα και στη συνέχεια ακολούθησε η κατάργηση 161 μαζικών οργανώσεων και σωματείων στην περιοχή της πρωτεύουσας και 113 στην υπόλοιπη χώρα. Πραγματοποιήθηκαν μαζικές εκκαθαρίσεις στο στράτευμα, στη Δικαιοσύνη, στην Παιδεία και άλλους κλάδους της Δημόσιας Διοίκησης.
Ο πλήρης έλεγχος του κρατικού μηχανισμού ολοκληρώθηκε με την τοποθέτηση αξιωματικών ως γενικών γραμματέων των υπουργείων, επίσης με τη συγκρότηση κυβερνητικών επιτροπών στα ΑΕΙ και των λεγόμενων «επιτροπών ασφαλείας» σε κάθε νομό. Η δικτατορία προώθησε τη διείσδυση πρακτόρων της σε μεγάλους χώρους εργασίας, της παιδείας, στα μέσα μεταφοράς. Αφού αρχικά έκοψε χιλιάδες τηλεφωνικές συνδέσεις κομμουνιστών, ριζοσπαστών, προοδευτικών ανθρώπων με βάση τους φακέλους των λεγόμενων «αντεθνικώς δρώντων», οργάνωσε με τα τεχνικά μέσα της εποχής τηλεφωνικές υποκλοπές, τελειοποίησε τις μεθόδους παρακολούθησης, δίωξης, συλλήψεων και βασανιστηρίων, επιτάχυνε τις φυλακίσεις αγωνιστών με την ασταμάτητη δράση των έκτακτων στρατοδικείων.
Εξι πενταμελείς πρωτοβάθμιες επιτροπές και μια επταμελής δευτεροβάθμια απασχολούνταν με τη λογοκρισία στο θέατρο και τον κινηματογράφο, στη μουσική και τα τραγούδια, ενώ καταρτίστηκαν και πίνακες απαγορευμένων βιβλίων. Με την Θ΄ Συντακτική Πράξη όλοι οι εκπαιδευτικοί κρίνονταν με βάση τη νομιμοφροσύνη τους προς τη χούντα.
7. Από ταξική σκοπιά το στρατιωτικό πραξικόπημα στηρίχτηκε από ισχυρά τμήματα της αστικής τάξης, με πιο φανερή τη στήριξη που παρείχε στη χούντα το εφοπλιστικό κεφάλαιο, ενώ σε ορισμένα άλλα υπήρξε αρχικά μια επιφύλαξη, από το φόβο μήπως αποθαρρυνθεί η πραγματοποίηση επενδύσεων. Η δικτατορία στηρίχτηκε τελικά απ' όλα εκείνα τα τμήματα του κεφαλαίου που αναγνώριζαν το ρόλο και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ελλάδα, όμως ήταν ταυτόχρονα υπέρ της σύνδεσης με την ΕΟΚ, θέση που υιοθέτησε από την πρώτη στιγμή η στρατιωτική χούντα, τονίζοντας ότι ήταν αδιανόητη η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας χωρίς την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα.
Οι όποιοι δισταγμοί καπιταλιστών ξεπεράστηκαν γρήγορα, καθώς η χουντική κυβέρνηση πήρε αμέσως μέτρα υπέρ του κεφαλαίου (π.χ. φοροελαφρύνσεις) και στην πορεία διαμόρφωσε πρόγραμμα χρηματοδότησης δημόσιων επενδύσεων και ευνοϊκές συνθήκες για Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (ΑΞΕ). Η καπιταλιστική εργοδοσία επωφελήθηκε από την απαγόρευση κάθε μορφής μαζικής συνδικαλιστικής δράσης, συγκεντρώσεων και κινητοποιήσεων.
Η χούντα επιδίωξε επιλεκτικά να προσεταιριστεί τμήματα της εργατικής τάξης, με ορισμένα στεγαστικά προγράμματα, καθώς και λαϊκών στρωμάτων όπως της αγροτιάς, με την παραγραφή χρεών της. Στόχος της δικτατορίας ήταν η αποτροπή της εργατικής, λαϊκής πάλης και η καλλιέργεια κλίματος αποδοχής της χουντικής διακυβέρνησης. Ορισμένα μέτρα που εξήγγειλε για τους φοιτητές, με στόχο την πολιτική παγίδευσή τους, δεν πέτυχαν το στόχο τους και τελικά υπερκεράστηκαν από τα μέτρα καταστολής και βίας.
Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, το 1971 οι μισθοί και τα μεροκάματα αποτελούσαν το 40,5% του ιδιωτικού εγχώριου εισοδήματος, έναντι του 34,5% που ήταν το 1961. Την ίδια περίοδο τα κέρδη αυξήθηκαν κατά 186%. Πιο εμφανή άρχισαν να γίνονται για την εργατική τάξη τα προβλήματα μετά το 1972 με το ξέσπασμα της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, την άνοδο του πληθωρισμού στην Ελλάδα.
8. Η στρατιωτική δικτατορία πρόβαλε αρχικά τη θέση υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα, σε μια περίοδο που η ελληνοκυπριακή αστική τάξη είχε ήδη κάνει την επιλογή της υπέρ της κρατικής ανεξαρτησίας του νησιού. Επίσης, εκτιμούσε ότι η απομάκρυνση του Προέδρου Μακάριου θα βελτίωνε το συσχετισμό υπέρ της ένωσης, με τον προσεταιρισμό των ΗΠΑ - ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα απέφευγε τη διεθνοποίηση του Κυπριακού. Στη συνέχεια, σε αντίθεση με την κυβέρνηση της Κύπρου, συμφωνούσε με τα αιτήματα της Τουρκίας για ενισχυμένη αυτοδιοίκηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας, θέσεις που στηρίχτηκαν ανοικτά από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ. Σταδιακά οι συνομιλίες των δύο κοινοτήτων της Κύπρου παραμερίστηκαν και το Κυπριακό έγινε αντικείμενο διαπραγματεύσεων μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής κυβέρνησης.
Οι ΗΠΑ και η Βρετανία στήριζαν την πολιτική της Τουρκίας, γιατί έτσι εδραιώνονταν περισσότερο η παρουσία και τα συμφέροντά τους στην Κύπρο. Επομένως την έθεταν σε τροχιά διχοτόμησης.
Η κυπριακή κυβέρνηση αντέκρουσε την πολιτική της χούντας. Παρέμεινε στη θέση της διεθνοποίησης του Κυπριακού και αξιοποιούσε τη θετική στάση της Σοβιετικής Ενωσης και άλλων κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Το χουντικό πραξικόπημα (15 Ιούλη 1974), στο οποίο συμμετείχε και η ΕΟΚΑ Β΄, έγινε με αφορμή την απόφαση του Μακάριου να αναδιαρθρώσει την Εθνική Φρουρά της Κύπρου. Διήρκεσε 8 μέρες και έδωσε το έναυσμα για την εισβολή του τουρκικού στρατού στο Νησί στις 20 Ιούλη 1974 (Αττίλας Ι). Τόσο η αμερικανική όσο και η βρετανική ηγεσία αναγνώρισαν και στήριξαν την τουρκική εισβολή και το τετελεσμένο της κατοχής του 37% του εδάφους της Κύπρου. Μετά το πραξικόπημα και την εισβολή ακολούθησε η παραίτηση της χούντας στην Ελλάδα με συναινετική παράδοση της διακυβέρνησης στην κυβέρνηση της «εθνικής ενότητας», με πρωθυπουργό τον Κ. Καραμανλή.
9. Η τακτική των αστικών κομμάτων ήταν η από τα πάνω συναινετική αντικατάσταση της χούντας, με τη βοήθεια των ΗΠΑ και άλλων καπιταλιστικών κρατών της Δυτικής Ευρώπης. Την ίδια τακτική είχε και ο Κωνσταντίνος Γλύξμπουργκ που είχε πραγματοποιήσει στις 13 Δεκέμβρη 1967 αποτυχημένο στρατιωτικό κίνημα «οπερέτα» και έκτοτε ζούσε στο Λονδίνο.
Τα αστικά κόμματα φοβούνταν την ανάπτυξη της αντιδικτατορικής λαϊκής πάλης, διαβλέποντας τον κίνδυνο της ριζοσπαστικοποίησής της. Συμφωνούσαν μεταξύ τους, από τον Κ. Καραμανλή έως τον Α. Παπανδρέου, στη μη συμμετοχή του ΚΚΕ σε μεταβατική κυβέρνηση διεξαγωγής εκλογών, ενώ οι περισσότεροι ήταν αρνητικοί και σε συμμετοχή της ΕΔΑ. Οι εκφραστές της συγκρότησης σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη θέση της ΕΚ, με επικεφαλής τον Α. Παπανδρέου, αξιοποιούσαν την πείρα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που είχε καταφέρει να χειραγωγήσει και να ενσωματώσει το εργατικό κίνημα, είχε αναδειχτεί σε παράγοντα στήριξης του αστικού κράτους. Επίσης αξιοποιούσαν τις οπορτουνιστικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν τη 10ετία του 1960 με τις θέσεις του «ευρωκομμουνισμού».
Ταυτόχρονα, στο πλαίσιο της στρατηγικής τους για «ομαλή μετάβαση στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία», αστικές πολιτικές δυνάμεις κράτησαν ευέλικτη τακτική απέναντι στις διακηρύξεις της χούντας περί «φιλελευθεροποίησης» μετά το 1972.
Στην ΕΡΕ επικρατούσε η τάση πίεσης προς τη δικτατορία για «φιλελευθεροποίηση», ενώ στο χώρο του Κέντρου συνυπήρχαν δύο τάσεις: Αυτή της «φιλελευθεροποίησης» με τη διεξαγωγή εκλογών από τη δικτατορική κυβέρνηση και εκείνη της μεταβατικής κυβέρνησης. Ο Α. Παπανδρέου έπαιρνε αρνητική θέση στις δημόσιες τοποθετήσεις του, φοβούμενος ότι η «φιλελευθεροποίηση» θα οδηγούσε στην επιστροφή του Κ. Καραμανλή ως «εθνικού ηγέτη», όμως στις ιδιαίτερες συζητήσεις δήλωνε ότι ήταν διατεθειμένος να υποχωρήσει.
Στους κόλπους της ηγεσίας του αυτοαποκαλούμενου «ΚΚΕ εσωτερικού» εμφανίζονταν κάποιες διαφορές τακτικής απέναντι στη «φιλελευθεροποίηση», η γενική του όμως γραμμή καθοριζόταν από τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες και τη λογική του «μικρότερου κακού». Τα ηγετικά στελέχη της οπορτουνιστικής ομάδας, Μπάμπης Δρακόπουλος, Λεωνίδας Κύρκος, Μήτσος Παρτσαλίδης, δήλωναν δημόσια ότι παρέμεναν προσηλωμένοι στις «δημοκρατικές εξελίξεις». Αλλά δεν δίσταζαν να διακηρύσσουν ότι αν και ήταν υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας, στις συγκεκριμένες συνθήκες ήταν με το μέρος του βασιλιά και υπέρ της αποκατάστασης της δημοκρατίας. Ανάλογη στάση κράτησε και ο Ηλίας Ηλιού, κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της προδικτατορικής ΕΔΑ.
Σταδιακά κέρδιζε έδαφος η επιλογή να ηγηθεί στην κυβερνητική εναλλαγή ο Κ. Καραμανλής, ο οποίος, εκτιμώντας ότι η δικτατορία δεν είχε μέλλον, είχε ρίξει βάρος στην ενιαία εμφάνιση των αστικών κομμάτων, αφού είχε πετύχει να αναγνωριστεί ως επικεφαλής τους.
10. Αν και το μεγάλο μέρος του λαού ήταν αντίθετο με τη χούντα, δεν πήρε μαζικά μέρος στην αντιδικτατορική πάλη, κρατώντας ένα είδος παθητικότητας, στο μεγαλύτερο διάστημα, έως το 1972. Ομως η χούντα δεν κατάφερε, παρά τις προσπάθειες που έκανε, να αποκτήσει οργανωμένο λαϊκό έρεισμα.
Στα χρόνια της δικτατορίας, στους τόπους εξορίας και φυλακής οι πολιτικοί κρατούμενοι χρησιμοποιούσαν διάφορες μορφές πάλης κατά της χούντας, έστελναν μηνύματα και πληροφορίες στο εξωτερικό για την κατάσταση στην Ελλάδα, συνέβαλλαν στην ανάπτυξη της διεθνιστικής αλληλεγγύης.
Οι κύριες μορφές δράσης κατά της χούντας ήταν η διάδοση παράνομου Τύπου και υλικού, προκηρύξεων, τρικ με αντιδικτατορικά συνθήματα. Επίσης, η μετάδοση ειδήσεων από το εξωτερικό, αλλά και εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια γενικών συνελεύσεων σε πανεπιστήμια, σε μουσικές εκδηλώσεις και θεατρικές παραστάσεις, κινηματογραφικές προβολές. Ελαβαν χώρα και μια σειρά βομβιστικές ενέργειες που -αν και στηρίζονταν σε ελάχιστες οργανωμένες δυνάμεις- γίνονταν γνωστές στο εξωτερικό τροφοδοτώντας κλίμα διεθνούς αλληλεγγύης. Στις 13 Αυγούστου 1968 πραγματοποιήθηκε από τον Αλέκο Παναγούλη απόπειρα δολοφονίας του Γ. Παπαδόπουλου.
Στις 22-23 Μάη 1973 καταπνίγηκε εν τη γενέσει του το «κίνημα του ναυτικού», αφού η χούντα είχε σχετική πληροφόρηση πριν αυτό ξεσπάσει. Στις 25 Μάη το αντιτορπιλικό ΒΕΛΟΣ εγκατέλειψε τα γυμνάσια του ΝΑΤΟ στα οποία συμμετείχε. Το πλήρωμα του ΒΕΛΟΣ, αποτελούμενο από τον επικεφαλής αντιπλοίαρχο Νίκο Παππά και 31 μέλη, κατέφυγε στην Ιταλία, όπου του δόθηκε πολιτικό άσυλο.
Το εργατικό κίνημα, σε αρκετές περιπτώσεις με την ώθηση των κομμουνιστών, χρησιμοποιούσε ως μορφές πάλης διαμαρτυρίες μέχρι και μικροαπεργίες, αποσπώντας κάποιες παραχωρήσεις ή αποκρούοντας νέους αντιλαϊκούς σχεδιασμούς της χούντας. Προβλήθηκε αντίσταση κατά της συγχώνευσης και καταλήστευσης ασφαλιστικών ταμείων, κατά της μελετώμενης κατάργησης του νόμου 2112 για τις απολύσεις, κατά των ανατιμήσεων προϊόντων και της αυξανόμενης αισχροκέρδειας. Η χούντα, προκειμένου να βάλει εμπόδια στην ανάπτυξη αγώνων, επιστράτευσε και χρησιμοποίησε τις διορισμένες διοικήσεις της ΓΣΕΕ, των Εργατικών Κέντρων, των Ομοσπονδιών και σωματείων.
Αγωνιστικές εκδηλώσεις πραγματοποιήθηκαν και στο χώρο της αγροτιάς για την υπεράσπιση της σοδειάς της, τη διεκδίκηση ικανοποιητικών τιμών ασφαλείας. Δράσεις με επαγγελματικές διεκδικήσεις αναπτύχθηκαν από επιστήμονες τεχνικούς, δικηγόρους, εκπαιδευτικούς, λογοτέχνες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφους.
Από τις πιο σημαντικές μαζικές κινητοποιήσεις στη διάρκεια της δικτατορίας αποτέλεσαν η κηδεία του Γ. Παπανδρέου στις 3 Νοέμβρη 1968, όπως και το μνημόσυνό του στις 4 Νοέμβρη 1973. Σε αντιδικτατορική εκδήλωση εξελίχτηκε και η κηδεία του ποιητή Γιώργου Σεφέρη, στις 22 Σεπτέμβρη 1971.
Ο αντιδικτατορικός αγώνας πήρε μαζικό πολιτικό χαρακτήρα με τη φοιτητική εξέγερση κατάληψης της Νομικής (21-22 Φλεβάρη 1973) και κορυφώθηκε στο Πολυτεχνείο (14-17 Νοέμβρη 1973). Τις μέρες του Πολυτεχνείου πραγματοποιήθηκαν καταλήψεις στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Πάτρας, Ιωαννίνων.
Ο λαϊκός αγώνας στο Πολυτεχνείο εξέφραζε ώριμες διαθέσεις, αν και δεν ξεκίνησε αρχικά με ένα συλλογικά επεξεργασμένο σχέδιο. Το ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο του ήταν ότι πραγματοποιήθηκε σε πλήρη αντίθεση και ρήξη με το νομικό πλαίσιο της χούντας, τις αρχές και τους μηχανισμούς της, τους σχεδιασμούς των αστικών δυνάμεων υπέρ της χουντικής «φιλελευθεροποίησης». Χαρακτηριστικό του ήταν επίσης η συμμετοχή και αλληλεγγύη μαθητών και σπουδαστών τεχνικών σχολών, εργατικών και λαϊκών μαζών, συμμετοχή που διαφύλαξε το φοιτητικό κίνημα από την επίθεση απομόνωσής του. Ετσι το Πολυτεχνείο πήρε τη μορφή λαϊκής εξέγερσης κατά της δικτατορίας.
Στον πολιτικό προσανατολισμό του αγώνα κατά την εξέλιξή του συνέβαλε αποφασιστικά η παρέμβαση των δυνάμεων της ΚΝΕ και της Αντιδικτατορικής ΕΦΕΕ, που είχαν ισχυρή και μαζική οργανωμένη παρουσία. Η Αντι-ΕΦΕΕ είχε πραγματοποιήσει στην Αθήνα το Α' Πανελλαδικό Αντιδικτατορικό Συνέδριό της τον Ιούλη του 1972, ενώ το Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Πανσπουδαστική».
Συνέβαλαν επίσης ο «Ρήγας Φεραίος», δυνάμεις του ΠΑΚ και ορισμένες άλλες από το χώρο των λεγόμενων «αριστεριστών». Παρά τις διαφορές μεταξύ τους και την ιδεολογική, πολιτική διαπάλη που αναπτύχθηκε για την αξία σχεδιασμένου στην προοπτική του αγώνα, τελικά έγινε δυνατή η εκλογή Συντονιστικής Επιτροπής, την πρώτη και τη δεύτερη μέρα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ηταν προϋπόθεση για την εύστοχη γενικά κατεύθυνση της κατάληψης, τη διαμόρφωση ενός πλαισίου πάλης στο οποίο κυριάρχησαν, ανάμεσα σε πολλά και διαφορετικά, τα συνθήματα ΨΩΜΙ - ΠΑΙΔΕΙΑ - ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ - ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑ, ΕΞΩ ΤΟ ΝΑΤΟ ΚΑΙ ΟΙ ΗΠΑ, ΚΑΤΩ Η ΧΟΥΝΤΑ.
Το Πολυτεχνείο επιτάχυνε την αποσύνθεση του δικτατορικού καθεστώστος και μαζί με την τουρκική εισβολή στην Κύπρο οδήγησαν στην κατάρρευσή της.
Μετά την πτώση της δικτατορίας εισαγγελικό πόρισμα κατέγραψε, κατά την εξέγερση του Πολυτεχνείου, 18 βεβαιωμένους νεκρούς, 1.103 τραυματίες πολίτες και 61 αστυνομικούς.
11. Η δράση στο εξωτερικό, με τη μορφή αντιδικτατορικών επιτροπών αφορούσε την οργάνωση συγκεντρώσεων, εκδηλώσεων, εράνων για τη στήριξη των πολιτικών κρατουμένων και των οικογενειών τους, έκδοση εφημερίδων, διαφώτιση των λαών, κινητοποίηση διεθνών οργανισμών και προσωπικοτήτων, μαζικές δραστηριότητες και παρεμβάσεις για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων κ.ά. Πραγματοποιούνταν τόσο στις σοσιαλιστικές χώρες με την έντονη δράση των οργανώσεων των πολιτικών προσφύγων όσο και από τους Ελληνες μετανάστες στην καπιταλιστική Ευρώπη και σε άλλες ηπείρους. Η χούντα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις διεθνείς μαζικές λαϊκές πρωτοβουλίες, εξέδωσε Συντακτική Πράξη με την οποία έδινε στον υπουργό Εσωτερικών τη δυνατότητα να στερεί την ελληνική ιθαγένεια από κατοίκους του εξωτερικού, μέχρι και τη δυνατότητα ολικής δήμευσης της περιουσίας τους στην Ελλάδα.
12. Η δικτατορία της 21ης Απριλίου βρήκε το ΚΚΕ χωρίς Κομματικές Οργανώσεις (ΚΟ) στην Ελλάδα, μετά την απόφαση της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ (5-10 Γενάρη 1958) να τις διαλύσει και να εντάξει τους κομμουνιστές και τις κομμουνίστριες στην ΕΔΑ, στην οποία ουσιαστικά ανατέθηκε να υποκαταστήσει το ρόλο του Κόμματος. Ταυτόχρονα, το Κόμμα βρισκόταν κάτω από την επίδραση της απροκάλυπτα επιθετικής προσπάθειας της οπορτουνιστικής ομάδας (που λειτουργούσε επί πολλά χρόνια, πριν το πραξικόπημα, στην ΚΕ, στο ΠΓ, στο Κλιμάκιο της ΚΕ στην Ελλάδα) να οδηγήσει το ΚΚΕ σε πλήρη μετάλλαξη, αυτοδιάλυση, ανυπαρξία.
Παρ' όλα αυτά, το ΚΚΕ αντέδρασε από την πρώτη στιγμή με ανακοίνωση του ΠΓ και προκήρυξη της ΚΕ. Κάλεσε σε δράση για την ανατροπή της δικτατορίας. Ξεκίνησε την προσπάθεια δημιουργίας των πρώτων αντιδικτατορικών οργανώσεων. Πιο σημαντική για την περίοδο εκείνη ήταν το Πατριωτικό Αντιδικτατορικό Μέτωπο (ΠΑΜ), το οποίο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία που είχαν πάρει ο Μίκης Θεοδωράκης και άλλα στελέχη του ΚΚΕ και της ΕΔΑ και πρόβαλλε τους ίδιους στόχους που ανέφεραν οι πρώτες ανακοινώσεις του ΠΓ και της ΚΕ του ΚΚΕ, μετά την 21η Απριλίου.
Το φθινόπωρο του 1967, με πρωτοβουλία στελεχών της σπουδάζουσας της Δημοκρατικής Νεολαίας Λαμπράκη (ΔΝΛ), ιδρύθηκε στην Αθήνα η πανελλήνια αντιδικτατορική οργάνωση σπουδαστών «Ρήγας Φεραίος», στην ίδρυση του οποίου είχε συγκατατεθεί και το ΚΚΕ. Μετά τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ ο «Ρήγας Φεραίος» τάχτηκε υπέρ του λεγόμενου «ΚΚΕ Εσωτερικού», ενώ στην πορεία εμφανίστηκε ως αυτόνομη οργάνωση.
Τον Ιούνη του 1967 συγκροτήθηκε η Κομματική Οργάνωση Αθήνας (ΚΟΑ) του ΚΚΕ και οι πρώτες Αχτίδες, η Εργατική, του Περιστερίου και της Καλλιθέας. Εγινε τιτάνιο έργο σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας, προκειμένου να έρθουν σε επαφή με ξεκομμένους κομμουνιστές. Στα τέλη Ιούνη με αρχές Ιούλη 1967 ανασυγκροτήθηκε το Γραφείο της Κομματικής Οργάνωσης Θεσσαλονίκης (ΚΟΘ). Στα μέσα Αυγούστου του 1967 η ΚΟΑ κυκλοφόρησε την παράνομη εφημερίδα «ΑΔΟΥΛΩΤΗ ΑΘΗΝΑ», ενώ οργανώθηκαν οι πρώτες αντιδικτατορικές ενέργειες με πανό και συνθήματα που έδιναν κουράγιο στο λαό. Κομματικές Οργανώσεις συγκροτήθηκαν στην πορεία και στις άλλες περιοχές της χώρας και σε νησιά.
Η σημαντική στροφή στη δράση του Κόμματος πραγματοποιήθηκε μετά τη 12η Ολομέλεια της ΚΕ (5-15 Φλεβάρη 1968), στη διάρκεια της οποίας έγινε η ρήξη και διάσπαση από την ομάδα του δεξιού οπορτουνισμού, που στη συνέχεια συγκρότησε το ονομαζόμενο, σκοπίμως, «ΚΚΕ εσωτερικού». Η Ολομέλεια αυτή έκρινε την ιστορική συνέχεια του ΚΚΕ και δικαιολογημένα απέκτησε μεγάλη ιστορική σημασία. Η πλειοψηφία της καθοδήγησης του ΚΚΕ έξω από την Ελλάδα καθώς και η μεγάλη πλειοψηφία των εξόριστων κομμουνιστών και κομμουνιστριών μέσα στην Ελλάδα, αποτέλεσαν τη δύναμη της οργάνωσης του Κόμματος πανελλαδικά και της ανάληψης ηρωικών πρωτοβουλιών δράσης.
Μετά τη 12η Ολομέλεια οι αποχωρήσαντες από το Κόμμα οπορτουνιστές επιχείρησαν να χρησιμοποιήσουν τόσο το ΠΑΜ όσο και την ΕΔΑ ως προκάλυμμα της δράσης του «ΚΚΕ εσωτερικού», δηλαδή ως εργαλείο συκοφάντησης του Κόμματος. Με κινητήρια δύναμη τους κομμουνιστές, συνεχίστηκε, κυρίως σε επίπεδο Αθήνας, μια ορισμένη δράση του ΠΑΜ, στο οποίο εντασσόταν το Εργατικό ΠΑΜ -είχε ιδρυθεί το Σεπτέμβρη του 1967- το ΠΑΜ νέων, το ΠΑΜ Γυναικών.
Οι Επιτροπές Αγώνα, που είχαν σχηματιστεί με πρωτοβουλία των κομμουνιστών σε διάφορα λιμάνια του εξωτερικού, συγκρότησαν στην Κοπεγχάγη της Δανίας την Ενιαία Αντιδικτατορική Συνδικαλιστική Κίνηση Ελλήνων Ναυτεργατών (ΕΑΣΚΕΝ), η οποία κυκλοφόρησε το Μάρτη του 1968 την εφημερίδα «Ελεύθερος Ναυτεργάτης». Τον Απρίλη του 1968 συγκροτήθηκε η Ενιαία Συνδικαλιστική Αντιδικτατορική Κίνηση (ΕΣΑΚ), με δράση αρχικά στο εξωτερικό, στη συνέχεια και μέσα στην Ελλάδα.
Το Μάρτη του 1968 επανεκδόθηκε παράνομα ο «Ριζοσπάστης». Τον Ιούνη του 1968 κυκλοφόρησε, αρχικά στο Παρίσι, το πρώτο φύλλο της «ΕΛΕΥΘΕΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ», ως εβδομαδιαία εφημερίδα των Ελλήνων του εξωτερικού. Από το φθινόπωρο του 1969 κυκλοφορούσε από το Λονδίνο. Σημαντικό ρόλο στην αντιδικτατορική πάλη διαδραμάτισαν ο ραδιοσταθμός του ΚΚΕ «Η Φωνή της Αλήθειας», που έδινε γραμμή δράσης στις Κομματικές Οργανώσεις, στους ξεκομμένους κομμουνιστές σε όλη την Ελλάδα καθώς και ο ραδιοφωνικός σταθμός Μόσχας.
Στη συγκρότηση του Κόμματος, πέρα από τις υπάρχουσες δυνάμεις στην Ελλάδα, αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν στελέχη του ΚΚΕ που ζούσαν στην πολιτική προσφυγιά, τα οποία μπήκαν παράνομα στην Ελλάδα. Επίσης και τα στελέχη, που αφήνονταν ελεύθερα από τη φυλακή ή την εξορία, έβγαιναν παράνομα από την Ελλάδα προκειμένου να συμβάλουν στην ενίσχυση της καθοδήγησης του Κόμματος, που είχε αδυνατίσει λόγω των συλλήψεων, καθώς και για να συμβάλουν στην προετοιμασία του 9ου Συνεδρίου του Κόμματος (4-10 Δεκέμβρη 1973).
Μεγάλης σημασίας γεγονός αποτέλεσε η δημιουργία της Κομμουνιστικής Νεολαίας Ελλάδας (ΚΝΕ), τον Αύγουστο του 1968, και η έκδοση του παράνομου ΟΔΗΓΗΤΗ, ως δημοσιογραφικού οργάνου της. Τον Οκτώβρη του 1969 η ΚΝΕ πραγματοποίησε την Α΄ Συνδιάσκεψή της.
Τα μέλη και στελέχη της ΚΝΕ έδρασαν παράλληλα και στις γραμμές του ΠΑΜ Νέων, ενώ με πρωτοβουλία της Οργάνωσης, πέρα από την Αντι-ΕΦΕΕ δημιουργήθηκε, στις αρχές του 1973, η Μαθητική Οργάνωση Δημοκρατικής Νεολαίας (ΜΟΔΝΕ).
Η συγκρότηση του Κόμματος ήταν πολύ δύσκολη διαδικασία, όχι μόνο εξαιτίας των συνεπειών της διάσπασης, αλλά και γιατί η Ασφάλεια κατάφερνε να συλλαμβάνει μέλη του Κλιμακίου και άλλων οργάνων, λόγω της έλλειψης των κατάλληλων υποδομών σε συνθήκες παρανομίας, της χαλάρωσης των αρχών περιφρούρησης εξαιτίας της δεκάχρονης απουσίας αυτοτελούς κομματικής δράσης και διαπαιδαγώγησης.