«Το γεωπολιτικό ρίσκο (...) επιτείνει τη χρηματοοικονομική αβεβαιότητα και οδηγεί σε μείωση των ιδιωτικών επενδύσεων μέχρι και 1,5% εντός ενός έτους (...) οδηγεί σε απότομη αύξηση της τιμής πετρελαίου (...) πυροδοτεί πληθωριστικές πιέσεις (...)». Αυτά και άλλα πολλά (π.χ. για το πώς θα επηρεαστεί ο τουρισμός) γράφουν τα αστικά επιτελεί... Περισσότερα
Κόβουν ακόμα και από το ψωμί και τα φρούτα!
από Η Άλλη Άποψη
Σημαντικές περικοπές στην κατανάλωση ειδών διατροφής κάνουν τα λαϊκά νοικοκυριά προκειμένου να τα βγάλουν πέρα, εξαιτίας της ακρίβειας, των πενιχρών μισθών και της φοροαφαίμαξης. Οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα, οι οποίες συνεχίστηκαν το 2023, είχαν ως συνέπεια ένα μέσο νοικοκυριό να δαπανά κάτι περισσότερο από το 1/5 των μηνιαίων εξόδων του για τρόφιμα, δηλαδή πάνω από 20% του μισθού, και μάλιστα για την αγορά μικρότερης ποσότητας τροφίμων.
Ακόμα πιο επώδυνες ήταν οι αυξήσεις στα είδη διατροφής για τα πλέον φτωχά νοικοκυριά, καθώς οι δαπάνες γι' αυτήν την κατηγορία αγαθών αντιστοιχούν στο 1/3 των συνολικών δαπανών τους, όπως προκύπτει από την Ερευνα Οικογενειακών Προϋπολογισμών για το έτος 2023 την οποία δημοσιοποίησε η Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ).
Αν προστεθούν και οι δαπάνες για στέγαση, τότε ένα μέσο νοικοκυριό αφιερώνει για τρόφιμα και στέγαση το 34,1% των δαπανών του, ποσοστό που για τα φτωχότερα νοικοκυριά φτάνει το 55,8%.
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές κατά το έτος 2023 ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 ευρώ τον μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,3% (1.600,34 ευρώ) σε σχέση με το 2022. Το μεγαλύτερο ποσοστό των δαπανών των ελληνικών νοικοκυριών, 20,7% (από 20,9% το 2022), αφορά την αγορά ειδών διατροφής. Σε απόλυτα μεγέθη αυτό σημαίνει 348,92 ευρώ τον μήνα. από 334,03 ευρώ τον μήνα το 2022, δηλαδή αύξηση 4,5%.
Και μπορεί να δαπανήθηκαν περισσότερα χρήματα από πέρυσι για τις βασικές κατηγορίες ειδών (κατά 1,2% στην περίπτωση των αλεύρων - ψωμιού - δημητριακών έως 11,9% για ελαιόλαδο), ωστόσο η κατανάλωση έπεσε.
Ετσι, η μέση μηνιαία κατανάλωση (σε ποσότητες) υποχώρησε το 2023 κατά 13,6% σε ό,τι αφορά το ελαιόλαδο, κατά 12,7% στα οινοπνευματώδη ποτά, κατά 11,8% στα ψάρια, κατά 10,7% στο ρύζι, κατά 6,1% στο κρέας, κατά 5,3% στα αυγά και κατά 5,2% στο γάλα και στα ζυμαρικά. Τα νοικοκυριά έκαναν περικοπές και στο ψωμί (-4,3%), στα φρούτα (-4%) και στα λαχανικά (-3,4%). Επιπλέον, μειώθηκε η κατανάλωση ρεύματος κατά 9,2% σε σύγκριση με το 2022, αλλά και η κατανάλωση καυσίμων.
Με δεδομένο ότι η πλειονότητα των νοικοκυριών έπρεπε να πληρώσουν περισσότερα σε είδη διατροφής, αναγκαστικά έκαναν περικοπές σε άλλα είδη, όπως για ένδυση και υπόδηση. Τα νοικοκυριά δαπάνησαν γι' αυτά μόλις το 4,7% των συνολικών τους δαπανών, ποσοστό μικρότερο και από τα χρόνια της οικονομικής κρίσης.
Συνολικά η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,8% σε σύγκριση με το 2008, δηλαδή λίγο πριν από την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης. Τότε η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών σε τρέχουσες τιμές ήταν 2.120,40 ευρώ. Το 2009 ήταν η τελευταία χρονιά που διαμορφώθηκε σε επίπεδα άνω των 2.000 ευρώ (2.065,11 ευρώ) και από τότε δεν ανέβηκε πάνω απ' αυτό.
Η ακρίβεια πλήττει και το λιανεμπόριο, με τον τζίρο να μειώνεται τον περασμένο Ιούλιο κατά 2,8%. Οι πωλήσεις κινήθηκαν ανοδικά μόνο στα σούπερ μάρκετ και στα φαρμακευτικά - καλλυντικά, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ.
Οπως λοιπόν ανακοίνωσε η στατιστική αρχή, ο γενικός δείκτης όγκου (κύκλος εργασιών σε σταθερές τιμές) στο λιανικό εμπόριο παρουσίασε μείωση 2,8% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2023, ενώ σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024 σημείωσε αύξηση 1,2%. Ο εποχικά διορθωμένος γενικός δείκτης παρουσίασε μείωση 3,2% τον Ιούλιο 2024 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουνίου 2024.
Ειδικότερα, ο τζίρος μειώθηκε σε: Τρόφιμα - Ποτά - Καπνό (18%), Επιπλα - Ηλεκτρικά είδη - Οικιακό εξοπλισμό (14,7%), Πολυκαταστήματα (14,2%), Καύσιμα και λιπαντικά αυτοκινήτων (7,4%), Ενδυση - Υπόδηση (1,3%) και Βιβλία - Χαρτικά - Λοιπά είδη (0,1%). Αύξηση του τζίρου καταγράφηκε σε Φαρμακευτικά - Καλλυντικά (7%) και Μεγάλα καταστήματα τροφίμων (4,3%).