Όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ το 2023 γεννήθηκαν στην Ελλάδα μόλις 71.455 παιδιά, ο χαμηλότερος αριθμός που έχει καταγραφεί ποτέ.Συγκεκριμένα, το 2023 γεννήθηκαν 71.455 παιδιά, από 76.095 το 2022, καταγράφοντας νέο αρνητικό ρεκόρ. Από το 2010 ο ετήσιος αριθμός των γεννήσεων έχει μειωθεί κατά 38%, αντανακλώντας εν μέρει και τη συσχέτιση της ... Περισσότερα
Σε υπέρογκα επίπεδα το «ματωμένο» πλεόνασμα το 2023
από Η Άλλη Άποψη
Ξεπέρασε κάθε όριο και έσπασε πολλά ρεκόρ η φοροληστεία των λαϊκών νοικοκυριών το 2023, μετο πρωτογενές πλεόνασμα να φτάνει στο υπέρογκο ποσό των 3,624 δισ. ευρώ,σύμφωνα με στοιχεία του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής (που ισοδυναμεί με«βελτίωση» 4,150 δισ. ευρώ σε σύγκριση με το αντίστοιχο δωδεκάμηνο του 2022). Είναι χαρακτηριστικό ότι το πρωτογενές πλεόνασμα το 2022 ήταν στα 273 εκατ. ευρώ, ενώ οι προβλέψεις για το 2024, όπως καταγράφονται στην εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού για το 2024, είναι στα 2,555 δισ. ευρώ.
Αυτό το «ματωμένο» πλεόνασμα προέρχεται καιαπό τους άμεσους και έμμεσους φόρους που πληρώνουν τα νοικοκυριά, με την ακρίβεια να εξανεμίζει το λαϊκό εισόδημα, αλλά και από εκταμιεύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης που βέβαια συνοδεύονται από μια σειρά αντιλαϊκών προαπαιτούμενων(π.χ. φορολογικό νομοσχέδιο για επαγγελματίες) που βαραίνουν τα λαϊκά στρώματα. Σε συνδυασμό με τους πενιχρούς μισθούς, την αύξηση των ενοικίων και τα υψηλά επιτόκια που συσσωρεύουν νέα χρέη, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα.
Ομως, αυτό το εκρηκτικό - για τα λαϊκά σπίτια - μείγμα διαμορφώνει παράλληλα τον «παράδεισο» για τους μεγάλους επιχειρηματικούς ομίλους, που μετρούν τεράστια κέρδη. Παρ' όλα αυτά, το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής ζητά να προσεχθεί το ζήτημα της «αύξησης των μισθών» (εννοεί αυτήν την αθλιότητα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση) γιατί μπορεί να επηρεάσει την ανταγωνιστικότητα...
Το Γραφείο Προϋπολογισμού τοποθετεί τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας στο 2,5% και σε 2,9% για τον πληθωρισμό, επισημαίνοντας ωστόσο πως η πορεία της ελληνικής ανάπτυξης θα εξαρτηθεί και από τον ρυθμό απορρόφησης των επενδυτικών πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, ύψους 3,6 δισ. ευρώ, που προγραμματίζονται για το 2024, επεξεργαζόμενο μάλιστα εναλλακτικά σενάρια.
Ωστόσο, όπως αναφέρει, στο πεδίο του πληθωρισμού, αν και έχει σημειωθεί επιβράδυνση του γενικού δείκτη, ο πυρήνας παρουσιάζεται πιο επίμονος, διαμορφούμενος στο 3,3% για τον Φλεβάρη 2024, ενώ το ίδιο ισχύει και για την Ευρωζώνη, γεγονός που δυσκολεύει τις αποφάσεις της ΕΚΤ για χαλάρωση της νομισματικής σύσφιξης. Ιδιαίτερα επίμονος παρουσιάζεται και ο πληθωρισμός τροφίμων που, σύμφωνα με την ανάλυση του Γραφείου, συνεισέφερε κατά 56% στον συνολικό ετήσιο πληθωρισμό μεταξύ Γενάρη 2023 και Γενάρη 2024, αφαιρώντας από την αγοραστική δύναμη του εισοδήματος κυρίως των πιο ευάλωτων νοικοκυριών.
Είναι δε χαρακτηριστικό ότι το Γραφείο επισημαίνει ως κίνδυνο τα επίπεδα των μισθών, αναφέροντας: «Στο σενάριο των έντονων απαιτήσεων για αύξηση ονομαστικών μισθών σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από αυτό που προκύπτει από το άθροισμα πληθωρισμού και παραγωγικότητας, ενεργοποιείται ένα αντιπαραγωγικό και αυτοτροφοδοτούμενο σπιράλ αυξήσεων μισθών και τιμών, οδηγώντας τελικά τον πληθωρισμό σε υψηλότερο επίπεδο κατά μία ποσοστιαία μονάδα για το 2024, στο 3,9%».
Η έκθεση επισημαίνει ότι με υψηλότερο πληθωρισμό σε σχέση με τους βασικούς εμπορικούς εταίρους, η ελληνική οικονομία θα έχει απώλειες σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας, με συνέπεια μείωση εξαγωγών, μείωση απασχόλησης, πραγματικών μισθών και ιδιωτικής κατανάλωσης, μείωση επενδύσεων. Το σενάριο αυτό, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, καταλήγει σε απώλειες ΑΕΠ κατά περίπου 2,4 δισ. ευρώ - που αντιστοιχεί σε 1,2% του ΑΕΠ - σε ορίζοντα τριετίας.
Τέλος, είναι χαρακτηριστικό αυτό που αναφέρει ότι «χρειάζεται μεγάλη προσοχή σε όποιες υπέρμετρες αυξήσεις ονομαστικών μισθών». «Ειδικότερα», λέει, «οι αυξήσεις θα πρέπει να είναι ανάλογες των δυνατοτήτων της οικονομίας ώστε να μην υπονομεύουν την ανταγωνιστικότητά της. Τονίζεται πως η πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 6,4% βρίσκεται οριακά μέσα στις δυνατότητες της οικονομίας, αν δεν τις ξεπερνάει. Από αυτό θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο η οικονομία επιτύχει έναν ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης μέσα στο 2024».