Διπλάσιες ήταν τελικά οι παραιτήσεις στελεχών του Πολεμικού Ναυτικού το 2024 σε σχέση με το 2023, φτάνοντας τις 291, περισσότερες από κάθε άλλη φορά. Πρόκειται για ένα ακόμα «ρεκόρ», την ώρα μάλιστα που η κυβέρνηση και το ΥΠΕΘΑ «τρέχουν» την «Ατζέντα 2030» για τις Ένοπλες Δυνάμεις.Δεν είναι τυχαίο ότι το κύμα των παραιτήσεων κλιμακώνετ... Περισσότερα
"ΤΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ" του Αλέκου Χατζηκώστα (βιβλιοκριτική)
από Η Άλλη Άποψη
Γράφει η Ολυμπία Τσικαρδάνη, φιλόλογος, ποιήτρια, συγγραφέας
Στο τελευταίο
βιβλίο του, «Τα χειρόγραφα του Θανάτου», ο Αλέκος Χατζηκώστας επιλέγει να
κινηθεί στο στυλ τουνουάρ
μυθιστορήματος, που ακολουθεί τα χαρακτηριστικά του φιλμ νουάρ, που στα
ελληνικά αποδίδεται ως «μαύρη ταινία». Ο όρος νουάρ, γεννήθηκε το 1946 από έναν
γάλλο κριτικό, τον Νίνο Φρανκ.Με τον
όρο αυτό, ο Φρανκ, θέλησε να βρει έναν ορισμό για τα έργαπου γέννησε η μεγάλη ύφεση και έμοιαζαν με
αστυνομικά, δικαστικά, κοινωνικά καιπολιτικά δράματα. Ο όρος αυτός, πέρασε σταδιακά και στον τρόπο γραφής
των βιβλίων με ανάλογη θεματική και παρόμοια αποσπασματική αφήγηση. Και όπως
και στον κινηματογράφο, τα κύρια χαρακτηριστικά των μυθιστοριών νουάρ, είναι το
σκοτεινό ακαθόριστο παρελθόν που επηρεάζει το παρόν των ηρώων, η επιμονή τους
να λύσουν κάποιο μυστήριο συχνά με κίνδυνο της ζωής τους, η εναλλαγή των
προσώπων στο φόντο των ιστοριών καισυχνά, η σύγκρουση του κυνισμού και της δολιότητας δύσκολων εποχών με
την αφύπνιση των ανθρώπινων συνειδήσεων. Το στοιχείο των έντονων αντιθέσεων, οι
αναδρομές στον χρόνο, οι επιρροές από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, τα σκηνικά
που στήνονται σε μικρές πόλεις, στα προάστια ή σε γειτονιές απόκληρων με υπόγεια
δείγματα υπαρξιστικήςφιλοσοφίας,
λειτουργούν συνολικά ως σκηνοθετικοί συμβολισμοί για να απεικονίσουν έναν κόσμο
παραμόρφωσης και αδικιών.
Είναι λοιπόν
προφανές, πως η σύγχρονη πραγματικότητα της νέας χιλιετίας που έφερε ξανά τα
ίδια ακριβώς φαινόμενα κοινωνικής ύφεσης, παρακμής και απογοήτευσης όχι μόνο
στη χώρα μας αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο, ωθεί εκ νέου τους συγγραφείς στο
είδος του νέο-νουάρμε μια διάθεση
αναζήτησης των αιτιών του κακού στο ιστορικό υπόβαθρο του παρελθόντος. Εξάλλου,
ο συγγραφέας έχει μιλήσει γι’ αυτό, και στο προηγούμενο βιβλίο του «Το παρελθόν
κρατά πολύ», σαν να προαναγγέλλει κατά κάποιο τρόπο, τα χειρόγραφα του θανάτου.
Ήδη από τον
τίτλο, γίνεται ξεκάθαρο από την αρχή, πως πρόκειται για μια ιστορία αναζήτησης
χειρογράφων που έχουν σχέση με μια υπόθεση θανάτου. Η ιστορία αυτή δεν
ξεδιπλώνεται με γραμμική αφήγηση, αλλά με εναλλαγές στους αφηγηματικούς
χρόνους, ξεκινώντας από το παρόν και γυρίζοντας με φλας μπακστο παρελθόν, καθώς και με αλλαγές μεταξύ
τριτοπρόσωπης και πρωτοπρόσωπης αφήγησης.
Βρισκόμαστε στον
Ιούνιο του 2023 σε μια πόλη του βορά, όταν ένας εξηντάχρονος καθηγητής, ο
Γιώργος, πέφτει θύμα μιας μυστηριώδους απόπειρας δολοφονίαςενώ έχει ξεκινήσει μια έρευνα στα αρχεία του
κράτους για τις συνθήκες του θανάτου του πατέρα του, τον οποίο έχασε όταν ήταν
δέκα ετών. Γυρνώντας πίσω, πριν από πενήντα χρόνια, στην εποχή της χούντας,
μαθαίνουμε πως η επίσημη κρατική εκδοχή για τα αίτια του θανάτου του πατέρα
του, ήταν πως πέθανε από ανακοπή καρδιάς στη φυλακή του Γεντί Κουλέ. Τότε, στα
σκοτεινά χρόνια της δικτατορίας,που
εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι φυλακίστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες, στα
τρομακτικά κελιά- τάφοτης απομόνωσης
των φυλακών του Επταπυργίου, και βασανίστηκαν, συχνά μέχρις θανάτου. Όλοι
ήξεραν λίγο πολύ, για τις τρομακτικές συνθήκες ζωής, ή καλύτερα αρπαγής της
ζωής, των κρατουμένων. Ξύλο νυχθημερόν, έλλειψη τροφής, στέρηση ύπνου και
νερού, επισκεπτήρια με το σταγονόμετρο, κατατρομοκράτηση των συγγενών, αφαίρεση
των τροφίμων που τους έφερναν, απαγόρευση βιβλίων και χαρτιού για να μη γράφουν
και διαβάζουν, αναγκαστική συμμόρφωση των αντιφρονούντων σε κάθε είδους
ταπείνωση και εκφοβισμό. Μια σκοτεινή σελίδα της πόλης,που αποκαλύφθηκε αργότερα, μέσα από
αυτοβιογραφίες και απομνημονεύματα των πρωταγωνιστών αλλάκαιμε
την εμφάνιση ενός κινήματος πρώην πολιτικών κρατουμένων που ζητούσαν το
κλείσιμο των φυλακών μετά το 1974. Τελικά, αρκετά αργότερα, το 1989, θα κλείσει
οριστικά το κολαστήριο των φυλακών και το φρούριο θα περάσει στο Υπουργείο
Πολιτισμού. Έπειτα, θα μετατραπεί σε επισκέψιμο ιστορικό τόπο μαρτυρίου,
προκειμένου να διασωθείη οδυνηρή
ιστορική μνήμη.
Όταν λοιπόν η
οικογένεια του δεκάχρονου Γιώργου πληροφορήθηκε τον θάνατο του
πατέρα-αγωνιστή,κανείς δεν πιστεύει την
επίσημη εκδοχή.Η εποχή του τρόμου της
δικτατορίας όμως,δεν επιτρέπει στην
χήρα μάνα να αναζητήσει την αλήθεια γιατί προσπαθεί απεγνωσμένα, απλά να
επιβιώσουν. Εξάλλου, πρέπει να επουλώσουν και τις πληγές του στιγματισμού και
της κοινωνικής απομόνωσης, ως συγγενείς πολιτικού κρατουμένου. Οι εποχές ήταν
σκληρές και πολλοί φίλοι και συγγενείς, τους αποφεύγουν σαν να είναι
«χολεριασμένοι».
Η οικογένεια
λοιπόν, σωπαίνει και δείχνεινα έχει
αποδεχτείτην συνθηκολόγηση, κι ας
κουβαλά το ανεπούλωτο τραύμα της απώλειας ενός αθώου ανθρώπου,μέχρι που το 1975, με την πτώση, και μετά με
την σύλληψη των πρωταιτίων της χούντας, γεννιέται μια μικρή ελπίδα πως ίσως
τώρα μάθουν την αλήθεια. Μαζί με άλλους αγωνιστές που έδειξαν αληθινό
ενδιαφέρον για την ιστορία τους, αρχίζει ένας επίπονος αγώνας για την εύρεση
πληροφοριών. Πηγαίνουν πρώτα στο γραφείο κηδειών, από όπουμαθαίνουν πως πράγματι, ο νεκρός πατέρας ήταν
βάναυσα χτυπημένος και βασανισμένος, αλλά ο υπεύθυνοςτου γραφείου, ομολογεί πως δενμπορούσαν τότε να μιλήσουν από φόβο για το
καθεστώς. Η πρώτη επιβεβαίωση της υποψίας τους πως επρόκειτο για δολοφονία,
είναι πλέον γεγονός, αλλά είναι αδύνατον να εντοπίσουν το όνομα του βασανιστή
του.Εντωμεταξύ, εισαγγελείς σε όλη τη
χώρα έχουν ξεκινήσει έρευνες για χιλιάδες υποθέσεις βασανισμών, αλλά γίνεται
γρήγορα φανερόπως οι δίκες των
πρωταιτίων, επιδιώκουντη λήθη και όχι
την αποκατάσταση τηςμνήμης, αφού
γίνονται μαζικές αθωώσεις, μετριασμοί των αρχικών ποινών και
αδικαιολόγητεςαπονομές χάριτος.
Οι πρώτες
λοιπόν προσπάθειες να συλλέξουν πληροφορίες από τα αρχεία της φυλακής του Γεντί
Κουλέ ή της αστυνομίας, πέφτουν στο κενό. Ένα πυκνό πέπλο αποσιώπησης,
απόκρυψης και συγκάλυψης των ονομάτων των ενόχων, καλύπτει τηναλήθειακαι αποκαλύπτει μια ύποπτη συνενοχή μεταξύ του ένοχου παρελθόντος, με
πρόσωπα της εξουσίας των μετέπειτα κυβερνήσεων. Όλοι βλέπουν, ότι άνθρωποι που
υπηρέτησαν πιστά τις εκφοβιστικές τακτικές της δικτατορίας,έγιναν πρόθυμοι χειροκροτητές του Καραμανλή,
ακόμη και τουΠαπανδρέου αργότερα, για
να καταλάβουν θέσεις στη διοίκηση, στο στρατό και στην αστυνομία,και να αποτινάξουν από πάνω τους οποιαδήποτε
σχέση με το βαθύ κράτος των χουντικών.
Ο συγγραφέας, γνώστης
της νεότερης ιστορίας και των πολιτικών εξελίξεων, ξεδιπλώνει με μαεστρία το
νήμα της συνέχειας του αστικού πολιτικού καθεστώτος μέσα στο πέρασμα των
δεκαετιών, μέσα από το προσωπικό δράμα του καθηγητή πια Γιώργου, που περνάει
όλη του τη ζωή στη βαριά σκιά της άγνοιας. Καθώς περνούν τα χρόνια,αισθάνεται βαρύ στις πλάτες του το χρέος να
συνεχίσει τις έρευνές του. Το χρωστάει εξάλλου και στην μητέρα του, που πριν
πεθάνει, τον όρκισε να βρει αυτόν που διέλυσε τη ζωή τους.
Έτσι, η
προσωπική ιστορία της οικογένειας ενός πολιτικού κρατούμενου, φωτίζει σταδιακά
τα σκοτάδια ενός συλλογικού τραύματος που πλήγωσε ανεπανόρθωτα χιλιάδες
ανθρώπους που είδαν τις ζωές τους να καταστρέφονται σε μεγάλο βάθος χρόνου, και
γίνεται αφορμή για περίσκεψη και αναστοχασμό πάνω σε οδυνηράερωτήματα που ψάχνουν απάντηση:
-Ποιοι κινούν τα νήματα της κατευθυνόμενηςιστορικήςμνήμης; - Πώς καταφέρνουν πάντα οι ένοχοι, να ενδύονται τον μανδύα του
πατριωτισμού και να επιπλέουν; - Γιατί το συλλογικό θυμικό επιλέγει συνειδητά
να ξεχάσει την κακοποίησή του και προτιμά τις ψευδαισθήσεις που δεν θα ταράξουν
την μακαριότητα της συνείδησης; Η αφήγηση του Α.Χατζηκώστα στα χειρόγραφα του
θανάτου, σηκώνει για λίγο τη σκόνη της λήθης που κάθισε πάνω από τις ανθρώπινες
ιστορίες της προηγούμενης γενιάςκαιεγείρει εμφατικά, ζητήματα
πολιτικής αγυρτίας που επαναλαμβάνονται επιδεικτικά σε περιόδους κρίσεων.
Έτσι, βάζει τον
ήρωά του, να προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατήσει ζωντανό το πάθος του για την
αλήθεια, και τον παρουσιάζει να αντιστέκεται στην διάχυση της άποψης «τι θες
τώρα και ασχολείσαι μ’ αυτά;» Γιατί, χωρίς να το θέλει, το παρελθόν επιστρέφει
συνεχώς στη ζωή του, ζητώντας τα ανεξόφλητα χρέη του. Οι κυβερνήσεις αλλάζουν,
μα τα μυστικά αρχεία παραμένουν κλειστά, κι αυτός αντί να τα παρατήσει
πεισμώνει ολοένα και πιο πολύ. Κάποια στιγμή, βρίσκει το όνομα ενός απόστρατου
στρατηγού της χωροφυλακής που ζει στη Λάρισα και από αυτόν μαθαίνει για τα
βασανιστήρια των πολιτικών κρατουμένων. Ο στρατηγός που είναι πια στα τελευταία
του, παραδέχεται ότι γινότανβασανιστήριακαι μάλιστα όχι μόνο
από τους χωροφύλακες και τους Εσατζίδες αλλά και από πολίτες που μπαινόβγαιναν
στο Γεντί Κουλέ με πολιτικά. Κανείς, του λέει, δεν ήξερετο όνομά τους. Η ομολογία αυτή μπορεί να του
φανεί χρήσιμη αλλά δεν τον βοηθάει να βρει νέα στοιχεία. Η έρευνά του
συνεχίζεται.Αποφασίσει να γυρίσει στη
γενέτειρά του, στην επαρχιακή πόλη του βορά, και να σκαλίσει τα τοπικά αρχεία
που ανήκουν στα Γενικά αρχεία του κράτους. Ό,τι απέμεινε δηλαδή, μετά την καταστροφή
τους το 1989.
Τότε ακριβώς,
γίνεται και η απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, με τρόπο που να μοιάζει με
ατύχημα. Θα τον βρουν αιμόφυρτο κάτω από ένα γεφύρι, θα σωθεί ως εκ θαύματος
και θα μείνεισε κώμα για μήνες. Όταν
συνέρχεται, ξυπνά στο νοσοκομείο με χαμένη μνήμη. Μια νέα απειλή θανάτου, ένα
νέο μυστήριο και η πλοκή που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, κρατούν τον
αναγνώστη σε αγωνία.Μια περίπλοκη και
συμβολική εστίασητου συγγραφέα στα
παιχνίδια εκείνων που κρύβονται στα σκοτεινά της ιστορίας για να εμποδίσουν τη
μνήμη των ανθρώπων να ξεχωρίσει ποιοι φταίνε για τα δεινά της ζωή τους. Η μνήμη
και η λήθη, είναι σε όλο το έργο το βασικό αντιθετικό δίδυμο με το οποίο πρέπει
να αναμετρηθεί ο ήρωάς μας, προκειμένου να οδηγηθεί στη λύτρωση από το παρελθόν
και στην αυτογνωσία.
Η αστυνομία
βιάζεται να χαρακτηρίσει την απόπειρα της δολοφονίας του, ως αυτοκτονία, ενώ
εκείνος προσπαθεί σιγά σιγά να ξαναβρεί τον εαυτό του και να θυμηθεί τι έψαχνε.
Έτσι το σκοτεινό νουάρ, αφήνει στον αναγνώστη την υποψία πως η υπόθεση
σχετίζεται με το παρελθόν. Στα τοπικά αρχεία, θαμμένα σε αποθήκες υπηρεσιών,
κρυμμένα σε ιδιωτικά χειρόγραφα και ξεχασμένα σε μπαούλα προσωπικών μυστικών,
είχε αρχίσει νααναζητά τις απαντήσεις στα
βασανιστικά ερωτήματα που τον ταλαιπώρησαν για πενήντα ολόκληρα χρόνια. Έτσι,
δίνεται με σαφήνεια στον αναγνώστη, η εικόνα της πικρής αλήθειας, πως τα
εγκλήματα της τυχοδιωκτικής πολιτικής, δεν βασανίζουν σε περιορισμένο χρόνο τα
θύματά τους, αλλά συχνά, τα καταδιώκουν με τρόπο προκλητικά κυνικό, για πολλές
δεκαετίες.Από δω και πέρα, μένει να
διαβάσει κανείς το βιβλίο ως το τέλος,για να διαπιστώσει αν υπάρχει τελικά στη χώρα μας το ζητούμενο της
ιστορικής αποκατάστασης των αδικιών.
Το βιβλίο, μέσα
από κομματιαστές αφηγήσεις και Flash back, μέσα από σκοτεινές διαδρομές που
αντί να φωτίζουν, συσκοτίζουν τα γεγονότα, αφήνει να ακούγεται η φωνή του
συγγραφέα- αφηγητή, που θέλει να κοινωνήσει μαζί μας το πρόσφατοιστορικό γίγνεσθαι, καθώς, μετην συγγραφική του δεινότητα,καταφέρνει να μεταπλάσει σε μυθιστορία και να
μεταμορφώσει σε λογοτεχνία,γεγονότα της
νεότερης ιστορίας.
Το έργο, δεν
είναι ούτε καθαρή λογοτεχνία, μα ούτε και καθαρήιστορία. Μοιάζει με ιστορικό μυθιστόρημα, σαν
ένα ταξίδι στο παρελθόντου τόπου μας
και των ανθρώπων του, μια ανατομία της πορείας μας σε πραγματικό χωροχρόνο, και
μια βαθιά ψυχογραφική προσέγγιση της ανθρώπινης αντοχής απέναντι σε μια
συστημική παθογένεια που σχεδόν πάντα, υπηρετείτην συγκάλυψη και την απόκρυψη των συνήθη υπόπτων. Κάνει ορατή, την
μεγάλη εικόνα πίσω από την ατομική ιστορία, την οδύνη των πολλών, πίσω από τη
διαδρομή του ενός, και την ζώσα μνήμη πίσω από την κατευθυνόμενη λήθη.
Βιβλία σαν κι
αυτό, μας υπενθυμίζουν πως αρκεί η ανεξέλεγκτη αυθαιρεσία μιας τυραννικής
«Κίρκης», για να μεταμορφώσει ξαφνικά τους ανθρώπους, σε άνοα ζώα. Γιατί το
μόνο που φοβούνται όλες οι Κίρκες του κόσμου, είναι οι Άνθρωποι με συνείδηση.
Γι’ αυτό και την μεταμορφώνουν…
(Είναι η εισήγησή της
κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του βιβλίου στην Κοζάνη 30/11-ΦΩΤΟ)