Την «απογείωση» της προσπάθειας αλλοίωσης των εκλογικών αποτελεσμάτων, με διαδικασίες που ανοίγουν δρόμο στην παραβίαση της μυστικότητας της ψήφου και ένταση των πιέσεων και των εκβιασμών στους ψηφοφόρους από κάθε είδους μηχανισμούς, σφράγισε χτες η κυβέρνηση, ανακοινώνοντας την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου, σε πρώτη φάση για τις ευ... Περισσότερα
Διήγημα : «Το δέντρο του Δεκαπενταύγουστου»
από Η Άλλη Άποψη
Του Αλέκου Χατζηκώστα
Τον είχαν «ταγμένο» το Δεκαπενταύγουστο στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Άγνωστο ακόμη σ’ αυτόν το γιατί. Ήταν όμως μία καλή ευκαιρία για την οικογένεια του αλλά και το σόι ολόκληρο να εκδράμουν στα ορεινά του Βερμίου κάθε χρόνο τέτοια μέρα . Τα αυτοκίνητα τότε στις δεκαετίες του ’60-’70 λιγοστά, είδος πολυτελείας και κάθε βόλτα μ’ αυτά, ακόμη και η πιο κοντινή, ευχάριστη απόδραση που όλοι ήθελαν να την απολαύσουν.
Ο δρόμος της Καστανιάς, στενός, με το ζόρι να χωρά δύο αυτοκίνητα, με πολλές στροφές και αδιάβατος όταν έπιαναν τα χιόνια. Και με μια θέα που έκοβε την ανάσα, μαζί όμως και τα ήπατα λόγω της επικινδυνότητας της.
Μα ο πατέρας ήταν από τους πρώτους οδηγούς του νομού και το ανατρεπόμενο φορτηγό παιχνίδι στα χέρια του. Από μέρες φρόντιζε για την προετοιμασία του. Έλεγχε πρώτα-πρώτα τα φρένα και μετά λάστιχα. Στη συνέχεια καθάριζε προσεκτικά την καρότσα. Άλλωστε εκεί σε κουρελούδες θα κάθονταν τρεις οικογένειες, ενώ οι δύο γεροντότερες θα βολεύονταν στις μπροστινές θέσεις καμαρώνοντας σαν «γύφτικα σκεπάρνια». Φρόντιζε από την παραμονή για όλες τις απαραίτητες λεπτομέρειες. Τα παγούρια για το νερό, τις μπύρες, τα σκοινιά για τις κούνιες, τις μπαταρίες του τρανζίστορ. Και η μητέρα για το φαγητό και ό,τι έχει σχέση μ’ αυτό. Σπεσιαλιτέ της εκείνα τα γεμιστά κατσαρόλας (τουλάχιστον δύο μεγάλες, για να φτάσουν όπως έλεγε). Από την άλλη οι θείες φρόντιζαν για τις σαλάτες- ενώ το ψήσιμο- δεν ήταν τότε ακόμη της μόδας. Και φυσικά απαραίτητο το καρπούζι, το κατεξοχήν φρούτο της εποχής εκείνης.
Η διαδρομή με ξεκίνημα από τα χαράματα- για να «προλάβουμε τη λειτουργία» όπως έλεγε η μητέρα- σωστό μαρτύριο για μικρούς και μεγάλους. Οι στροφές έκαναν τα στομάχια όλων χάλια και σακούλες δεν υπήρχαν τότε για να τις γεμίσουν με το περιεχόμενό τους. Οπότε συχνές ήταν και οι στάσεις για τα περαιτέρω…
Η ιεροτελεστία της εκδρομής ήταν συγκεκριμένη. Ξεκινούσε με την παρακολούθηση της λειτουργίας στην εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Αναβαν το κερί τους και στη συνέχεια ο άντρες της οικογένεια έφευγαν για να πιουν το καφέ του στο γειτονικό καφενείο. «Τους πείραζε το λιβάνι» όπως δικαιολογούνταν πάντα. Οι γυναίκες της παρέας έμεναν μέχρι το τέλος, όπως και τα κουτσούβελα, μιας και συχνά κοινωνούσαν. Γέμιζαν με το γάργαρο νερό από τις βρύσες μπροστά από την εκκλησία τα παγούρια τους, ενώ συχνά ο πατέρας αγόραζε και κασέτες με λαϊκά τραγούδια από τους μπάγκους που είχαν στηθεί από την προηγούμενη μέρα, δίνοντας την απαραίτητη μουσική νότα στην πανηγυριώτικη ατμόσφαιρα.
Στη συνέχεια κατευθύνονταν ξανά πίσω, στο ύψωμα πάνω από τις κατασκηνώσεις των παλαιών προσκόπων στο δρόμο για την Παναγία Σουμελά. Το αγαπημένο τους δένδρο, μια θεόρατη οξιά , δέσποζε στο πλάτωμα και ήταν το σήμα κατατεθέν της ετήσιας οικογενειακής σύναξης.
Στην αρχή του χωματόδρομου πάρκαραν το φορτηγό και στη συνέχεια, σαν ένας άνθρωπος ξεκινούσαν το στήσιμο της δικής τους γιορτής. Απλώνανε τις κουρελούδες. Έβαζαν τα μαξιλάρια για να ακουμπούν οι γεροντότεροι. Έφτιαχναν τις κούνιες για τα παιδιά. Οι γυναίκες έκαναν τις βόλτες για να «μαζέψουν βότανα» όπως έλεγαν αλλά και για να πούνε επιτέλους τα δικά τους. Τα παιδιά ξεκινούσαν το κυνηγητό,, ενώ τα μικρότερα έκαναν κούνια συναγωνιζόμενα για το πιο θα φτάσει ψηλότερα.
Εκεί που υπήρχε στρατιωτική τάξη ήταν η ώρα του φαγητού. Στη 1 ακριβώς. Τα πιάτα (δεν υπήρχαν τότε ακόμη πλαστικά) μοιράζονταν κατά ηλικία, ενώ οι μερίδες ήταν άφθονες καθώς αυτό που χαρακτήριζε πάντα το σόι, ήταν ότι είναι «φαγανό». Οι μπύρες ήταν αποκλειστικά αντρικό προνόμιο και τις απολάμβαναν πάντα κάτω από τα άγρυπνα βλέμματα των συζύγων τους, που συχνά –πυκνά τους έκαναν παρατηρήσεις για να «πιουν λιγότερο». Όμως γνώριζαν κατά βάθος ότι αυτή τους τη διασκέδαση είχαν την ευκαιρία να απολαμβάνουν ελάχιστες μέρες τον χρόνο. Πού χρήματα για περιττές πολυτέλειες τότε.
Μετά το φαγητό , όταν τα μάτια βάραιναν και οι σκέψεις ελάφρυναν, ακολουθούσε ο μεσημεριάτικος ύπνος προνόμιο και αυτό των μεγαλύτερων. Ενώ τα παιδιά προσπαθούσαν να βαθμολογήσουν το δυνατότερο ροχαλητό τους, χασκογελώντας.
Το απογευματινό και αυτό προγραμματισμένο. Ένα κερί στην Παναγία Σουμελά, όταν είχε φύγει ο πολύς ο κόσμος, ένα καφεδάκι για τους μεγαλύτερους και μία πορτοκαλάδα για τους μικρότερους στο καφενείο και στη συνέχεια όλοι στο φορτηγό για την πόλη προτού νυχτώσει. Άλλωστε και η επομένη μέρα, αν δεν έπεφτε Κυριακή, ήταν εργάσιμη.
Τα χρόνια πέρασαν. Πρώτα έφυγαν οι γιαγιάδες (οι παππούδες είχαν ήδη φύγει προπολεμικά). Στη συνέχεια τα παιδιά μεγάλωσαν και άλλαξαν συνήθειες. Ο ίδιος δεν κοινωνούσε πια. Το σόι διατηρούσε τους στενούς δεσμούς του, όμως το έθιμο σταμάτησε.
Είχαν περάσει πάνω από 40 χρόνια, από την τελευταία φορά. Είχε ήδη φτιάξει οικογένεια. Θέλησε να ξαναζήσει κάτι από τη μαγεία των παιδικών του χρόνων. Πήγε αυτή τη φορά με τη δική του οικογένεια. Το περιβάλλον- παρά τις υποσχέσεις των τοπικών αρχών για σεβασμό του- είχε υποστεί δραματικές αλλαγές. Ο ανεμογεννήτριες που είχαν εγκατασταθεί στο όνομα της «ανάπτυξης έριχναν πια βαριά τη σκιά τους.
Με δυσκολία εντόπισε το χώρο στον οποίο άλλοτε βρισκόταν η περήφανη οξιά. Μόνο που σήμερα στη θέση της δεν υπήρχε τίποτε.
«Την χτύπησε κεραυνός» πληροφορήθηκε από κυνηγό «και αναγκάστηκαν οι αρχές να βάλουν φαγάνα για να την βγάλουν από τη ρίζα».
Κοίταξε λυπημένα. Όχι μόνο για την οξιά που δεν υπήρχε πια αλλά και γιατί μια παιδική του μνήμη δεν υπήρχε πλέον, μαζί με τόσες άλλες, μεγαλώνοντας…