Το Σάββατο ανοίγει τις πύλες του το Πολυτεχνείο για τον τριήμερο αγωνιστικό εορτασμό. Το αντιιμπεριαλιστικό του μήνυμα είναι φέτος πιο ισχυρό από ποτέ, στη σκιά της πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, που βαθαίνει, και των επικίνδυνων εξελίξεων σε όλο τον κόσμο.Η χτεσινή πρώτη μέρα του συνεδρίου για τη ΝΑΤΟική «ασφάλεια» ήταν αποκαλυπτική ... Περισσότερα
Οταν το "Θέατρο Τέχνης" του Κ. Κουν επισκέφθηκε την Μελίκη!
Τελευταία ενημέρωση από Η Άλλη Άποψη
Κύριε διευθυντά
Σε προηγούμενο φύλλο σας διάβασα για το πρόγραμμα του καρναβαλιού στη Μελίκη και χάρηκα που ο περιώνυμος αυτός τόπος προσφέρει κέφι και χαρά στους κατοίκους του και στους επισκέπτες έστω αυτό το γιορταστικό δεκαήμερο. Όμως εμένα ο νους μου αλλού ταξίδεψε με το όνομα Μελίκη και ψάχνοντας στο αρχείο μου βρήκα το τεύχος 117 του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης» τον Σεπτέμβριο του 1964 όπου ο «πατριάρχης»των Ελλήνων θεατρικών συγγραφέων Ιάκωβος Καμπανέλης γράφει για μια αξέχαστη παράσταση εκεί του «Θεάτρου Τέχνης» του Κάρολου Κουν με το έργο «Βαβυλωνία» του Α.Β. Βυζαντίου που έγινε τότε.
Νομίζω αξίζει νε μεταφέρετε αυτό το δημοσίευμα που σας εσωκλείω σε φωτοτυπία θεωρώντας το όμορφα χρήσιμο και ξεχωριστό εύσημο ιστορικό και ακριβό για την ωραία Μελίκη.
Φλεβάρης 2017-02-13 Πυθαγόρας Ιερόπουλος
(Αναδημοσιεύουμε λοιπόν το συγκεκριμένο άρθρο που δίνει πλήθος στοιχεία για το θέατρο γενικά αλλά και για την εποχή εκείνη καθώς και για την περιοχή της Μελίκης.)
«ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ. Πείραμα- Αποτέλεσμα – Προσέγγιση
Η Μελίκη ήταν το τελευταίο από τα μακεδονικά χωριά όπου το Θέατρο Τέχνης έδοσε δωρεάν παραστάσεις για τους αγρότες. Και νομίζω πως ο μικρός κινηματογράφος του χωριού ήταν ή ο πέμπτος ή ο έκτος «Μέγας Αλέξανδρος» που παραχώρησε τη σκηνή του στο Θέατρο. «Τι δημοφιλής που είσαι, λέγαμε. Σίγουρα αν κατεβεί στις εκλογές θαβγεί και βουλευτής».
Η Μελίκη δεν έχει ηλεκτρικό ρεύμα, παρ’ όλο που το καφενείο της πλατείας έχει τα’ όνομα «Καραμανλής».Κι ο «Μέγας Αλέξανδρος» φωτίζεται με μια γεννήτρια που όταν δουλεύει ταρακουνιέται ολόκληρος ο κινηματογράφος. Όταν μπήκαμε να δούμε την αίθουσα απορήσαμε βλέποντας μόνο καμιά ογδονταριά καθίσματα σε μιαν αίθουσα που χωρούσε μέχρι τετρακόσια.
Ο δήμαρχος που βρισκόταν όλη εκείνη την ημέρα επί ποδός μιας είπε να μην ανησυχούμε: ‘Όλα τα καφενεία και τα μαγέρικα του χωριού παραχωρήσανε τις καρέκλες τους. Σε μιαν ώρα το πολύ ο κινηματογράφος θάναι γεμάτος καθίσματα. Γύρισα και ρώτησα τον ιδιοχτήτη γιατί ο»Μέγας Αλέξανδρος» έχει έτσι λίγες δικές του καρέκλες: «Γιατί δεν είχε λεφτά να πάρει άλλες. Αλλά κι αυτές που είναι φτάνουνε». Τις Κυριακές ξαναρώτησα, δεν έχει κόσμο παραπάνω: «Τις Κυριακές και σκόλες, τα ο ξέρουν οι θεατές πως δε φτάνουν οι καρέκλες και φέρνουνε δικές τους απ’ το σπίτι τους».
Ο «Μέγας Αλέξανδρος» δεν είχε καμαρίνια. Οι ηθοποιοί θα ντύνονταν και θα φτιάχνονταν στον κήπο που ήταν πίσω απ’ τον κινηματογράφο και μπρος στο αγροτόσπιτο του ιδιοχτήτη. Κολλητά ήταν άλλοι κήποι. Πάνω στο χώμα ωρίμαζαν άσπρες κολοκύθες, πάνω στα δέντρα κυδώνια και μήλα.
Ο Κουν ήταν ενθουσιασμένος με το»Μέγα Αλέξανδρο».Η αίθουσα το βοηθούσε να στηθούν καλά οι προβολείς, να γίνουν καλοί φωτισμοί. Ήταν κ’ η σκηνή μεγαλούτσικη, τα σκηνικά θα πηγαίνανε καλά. Πήγε και σ’ ένα μανάβη και πήρε μια πλεξάνα κόκκινες πιπεριές και τις κρέμασε στο θόλο της λοκάντας. Φυσικά ώσπου να καταλήξει πού θα ταιριάξει πιο καλά η πλεξάνα πέρασε ώρα πολλή.
Όπως και στ’ άλλα χωριά, έτσι κ’εδώ όταν κατά τις πέντε η ώρα άρχισε να γλυκαίνει ο ήλιος απ’ τους πλατιούς μακεδονικούς χωματόδρομους που έρχονταν απ’ τον κάμπο άρχισαν να καταφθάνουν τρακτέρ με ρεμούλκα, σούστες, φορτηγά αυτοκίνητα, λεωφορεία.Η είσοδος του «Μέγα Αλέξανδρου» θύμιζε πανηγύρι.
Η αίθουσα γέμισε από γυναίκες, άντρες νέους και γέρους, παιδιά που κοίταζαν απορημένοι τα ακατοίκητα σκηνικά στην ανοιχτή σκηνή.
Οι ηθοποιοί ντύνονταν στον κήπο. Μακιγιάρονταν με το φως της ημέρας. Απ’ τους γύρω κήπους γειτόνισσες καιγειτονόπουλα παρακολουθούσαν αυτούς τους ανθρώπους που με τόση σοβαρότητα και προσοχή φορούσαν παρδαλά ρούχα βάφαν τα μούτρα τους, κολούσαν απάνω ψεύτικα μουστάκια.
Ωρα ν’αρχίσουμε. Τα κουδούνια χτύπησαν, οι προβολείς άναψαν, βγήκα στη σκηνή. Ήταν κ’ οι διάδρομοι γεμάτοι, οι θεατές φτάνανε ν’ ακουμπάν στο προσκήνιο.
«Πριν αρχίσει η παράσταση θα σας μιλήσω λίγο για την τέχνη του θεάτρου και θα σας δόσω και λίγες πληροφορίες για το έργο που θα δείτε…Υπάρχει δύο ειδών θέατρο. Το ένα είναι κείνο που απλώς και μόνο μας διασκεδάζει. Που μπορεί να μας κάνει να σπαρταρήσουμε στα γέλια δύο ολόκληρες ώρες. Αλλά άμα τελειώσει η παράσταση και φύγουμε δεν έχει μείνει τίποτα μέσα μας. Ο νους μας, η σκέψη μας δεν έχει μπει σε καμιά δουλειά. Απ’ όσα άκουσε και είδε δεν πήρε τίποτα μαζί του να το αλέθει. Αλλά και αν τύχει να πάρει κάτι ή θάναι κάτι το σκάρτο ή κάτι το ανάξιο.
Υπάρχει και το άλλο είδος θέατρο. Είναι κείνο που μας διασκεδάζει αλλά μας διδάσκει κιόλας. Αυτό είναι το καλό θέατρο. Είναι και διασκέδαση αλλά μαζί είναι και μάθημα. (Λίγες μέρες πριν στο Αμύνταιο, σ’αυτό το σημείο κάποιοι φώναξαν: «τέτοιο θέατρο θέλουμε» κι όλοι χειροκροτήσανε). Προσέξετε με πιο απλό και ωραίο τρόπο διδάσκει, δίνει το μάθημα του το θέατρο και πόσο συγγενικό πράμα είναι με τη ζωή μας. Θα πάρουμε ένα παράδειγμα. Ας υποθέσουμε ότι σ’ ένα χωριό υπάρχει ένας σπουδαίος δήμαρχος. Ότι κάνει τέλεια τη δουλειά του. Ότι όλοι τον ψηφίζουνε, τον αγαπάνε, τον εμπιστεύονται και του λένε μπράβο και πάλι μπράβο.
(Κάθε φορά που τάλεγα αυτά, οι δήμαρχοι που ήταν πάντα παρόντες αντιδρούσαν κατά τη συνείδηση τους κι’ ένας γενικός ψίθυρος διαπερνούσε την αίθουσα σαν αέρας που διέρρηξε τα παράθυρα. Η ησυχία αμέσως μετά κι’ η προσοχή στα λεγόμενά μου ήταν ακόμη πιο μεγάλη)
«Ας πούμε όμως ότι με τα πολλά μπράβο που του λένε, ο δήμαρχος χαλάει. Παίρνουν αέρα τα μυαλά του, νομίζει ότι αυτός είναι και κανένας άλλος. Παύει ν’ ακούει τους άλλους, κάνει του κεφαλιού του κι’ από κει που ήταν ένας πρώτης τάξεως δήμαρχος γίνεται ο χειρότερος.» (Στο χωριό Σκύδρα, πετάχτηκε ένας απ’ την πλατεία και μου είπε: Αυτό το παθαίνουνε πολλοί δυστυχώς. Αυτή τη φράση όπως κι άλλες που έρχονταν απ’ τους θεατές τις επροσθετα στην ομιλία μου και τις έλεγα κ’εγώ στην επόμενη παράσταση)
Σε μια τέτοια περίπτωση, που ο δήμαρχος από καλός γινότανε κακός τι θάκανε το χωριό; Με ποιο τρόπο θα αντιδρούσανε; Οι χωριανοί θ’αρχίζανε να σκέφτονται το χάλασμα του δημάρχου και να το κουβεντιάζουνε. Στην αρχή μέσα στο σπίτι τους. Μετά από σπίτι σε σπίτι. Μετά στο δρόμο της γειτονιάς. Μετά στο καφενείο του χωριού.Μετά στην πλατεία…Κ’ έτσι μια μέρα ολόκληρο το χωριό θάχε την κουβέντα του δημάρχου. Δηλαδή όλοι μαζί οι χωριανοί θα το κρίνανε.
(Αυτό το παράδειγμα με το δήμαρχο αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Όταν σκέφτηκα να το μεταχειριστώ ήταν μια ιδέα τυχαία ας πούμε. Στην εφαρμογή του όμως κατάλαβα πως χωρίς να το θέλω δημιουργούσα μέσα στην αίθουσα μια ζωντανή σχέση ανάμεσα στους θεατές στον πραγματικό δήμαρχο και σε μένα. Τόνιωθα πως κοίταζαν κι άκουγαν εμένα αλλά πως τα μάτια και τ’αυτιά της ψυχής τους ήταν αλλού στραμμένα. Προς Θεού μη γίνει καμιά παρεξήγηση. Δε θέλω να πως οι δήμαρχοι είχαν σχέση με το παράδειγμά μου. Εννοώ απλώς ότι το αφελέστατο βασικά παράδειγμα δημιουργούσε μια ζωντανή σχέση ομαδική κοινή σκέψη. Και συνέχιζα..)
Ακούστε τώρα τι κάνουμε στο θέατρο. Παίρνουμε μιαν ιστορία απ’ τη ζωή. Όπως η ιστορία του δημάρχου που από καλός έγινε κακός. Τη ζωντανεύουμε απάνω στη σκηνή και σεις έρχεστε και την παρακολουθείτε.. Καθώς παρακολουθείτε αυτή την ιστορία ταυτόχρονα σκέφτεστε, κρίνετε δηλαδή. Επειδή όμως αυτή η ιστορία είναι βγαλμένη μέσα από την αλήθεια μοιάζει σα να έχετε εδώ μπροστά σας ένα μεγάλο καθρέφτη που δείχνει τα ανθρώπινα προτερήματα και τα ελαττώματα, εμάς τους ίδιους δηλαδή. Και είναι, σα να μας λέει αυτός ο καθρέπτης: «.. να το κακό,να το κακό, να το στραβό,να το ίσιο, διάλεξε…»Να πως διδάσκει το καλό θέατρο. Σε κάνει να σκέφτεσαι., να έχεις γνώμη…»
(Νομίζω πως ήταν στην απογευματινή παράσταση της Πτολεμαίδας που ένας θεατής απ’ τον εξώστη είπε: «όπως στις εκλογές…»…Όπως στις εκλογές. Γι’ αυτό και τα’ αρχαία θέατρα είναι έτσι μεγάλα. Για να χωράνε μέσα όλοι οι πολίτες. Τα έργα που παίζανε οι πρόγονοί μας είχανε μέσα τα προβλήματα που ενδιαφέρανε το σύνολο. Τα δημόσια ζητήματα, τα κοινά προβλήματα. Και το κράτος τους επλήρωνε το εισιτήριο. Γιατί ήθελε να πάνε όλοι να σκεφτούν και να κρίνουν ομαδικά πάω στα προβλήματά τους. Ναι,βέβαια ήταν σαν εκλογές, σα να ψηφίζουν… Και μάλιστα αυτές οι εκλογές ήταν οι πιο σημαντικές. Γιατί πάντα τις κέρδιζε η λογική… Στο καλό θέατρο μαθαίνουμε πράγματα που μας κάνουν καλύτερους και για τον εαυτό μας και για το σύνολο… Κι αυτή είναι η καλύτερη ψήφος που έχουμε τη δυνατότητα να δόσουμε…»
Όλες τις φορές που είπα αυτά που συνόψισα πιο πάνω, οι αγρότες θεατές ακούγανε με μια προσήλωση που με ξάφνιασε και, με την άδειά σας, με παρέσυρε και μ΄ ενέπνεε. Κι ακόμη, ποτέ δεν έλεγα ακριβώς τα ίδια γιατί κάθε φορά υπήρχε μια ζωντανή συνεργασία με το κοινό. Μετά από τα «γενικά περί θεάτρου» τους ανέλυα τη «Βαβυλιωνία» κ’ η παράσταση άρχιζε .
Στα διαλείμματα δήμαρχοι και πρόεδροι συνεταιρισμών ανέβαιναν στη σκηνή και ευχαριστούσαν δημόσια το Θέατρο Τέχνης και τον υποδιοικητή της ΑΤΕ καθηγητή Πεπελάση που είχε την ιδέα. Εκείνο όμως που μου έκανε μένα εντύπωση στα διαλείμματα ήταν η σοβαρότητα με την οποία αυτοί οι αμύητοι στο θέατρο άνθρωποι έβλεπαν την φανερή αλλαγή του σκηνικού. Έβλεπαν τη μαγεία να διαλύεται και να ξαναχτίζεται χωρίς να καταλύεται μέσα τους η πειθώ του παραμυθού. Αλλά γιατί όχι; Αυτού του είδους οι θεατές έχουν «απόθεμα μύθου» που ντύνει με πίστη και ποίηση τόσα και τόσα άλλα. Δε θα έχουν για ένα σκηνικό;
Όταν η παράσταση της «Βαβυλωνίας» τελείωνε, τους ρωτούσα αν έχουν καμιά απορία, αν ήθελαν να ρωτήσουνε τίποτα.Σ χεδόν πάντα μου απαντούσανε πως τα καταλάβανε όλα, πως ήταν εύκολο ή πως τους τα εξήγησα στην αρχή. Μια μέρα που έλεγα για το “Λογιώτατο” πως η κληρονομιά του «γλωσσικού» που μας άφησε μας πιλατεύει ακόμα, αλλά κι’ αυτό θα ταχτοποιηθεί, ένας μεσόκοπος θεατής πρόσθεσε: «… και η δικαιοσύνη θα ταχτοποιηθεί… να μην γίνεται όπως στη Βαβυλωνία…». Και όταν μιλούσα για το γλωσσικό (εκπληκτικό) χειροκροτούσαν:
Μετά τη «Βαβυλωνία» είχαμε ένα σύντομο ποιητικό πρόγραμμα. Τους μιλούσα για τον Ανδρέα Λασκαράτο και ηθοποιοί απαγγέλανε στίχους του. Μετά το ποιητικό πρόγραμμα ακολουθούσε μια επίδειξη αυτοσχεδιασμού, πάλι μετά από μια σύντομη δική μου εξήγηση.
Το πρόγραμμα όλο μαζί ήταν μεγάλο. Αλλά αυτή ήταν κ’ η παραπανιστή του αξία. Δεν ήταν μια παράσταση αλλά μια ολόκληρη βραδιά. Πώς τα παρακολουθούσαν όλα αυτά; Ηβραδινή παράσταση τέλειωνε έντεκα και μισή. Οι πιο πολλοί απ’τους αγρότες είχαν έρθει απ’ τα γύρω χωριά κ’ είχαν να πάνε άλλοι πέντε κι άλλου δέκα χιλιόμετρα πέρα. Να ξυπνήσουν χαράματα. Κι όμως μένανε προσηλωμένοι, ευχαριστημένοι ως την «καληνύχτα μας»και χειροκροτούσανε τους «πεθαμένους στην κούραση» ηθοποιούς ώρα πολλή, με ευγνωμοσύνη, χωρίς την αθηναϊκή απρέπεια της βιασύνης.
Αυτή η έξοδος του «καλού θεάτρου» στα αγροτικά κέντρα ξεκίνησε σαν πειραματισμός αλλά απ’ την πρώτη κιόλας παράσταση οι πειραματιζόμενοι βρέθηκαν στο αποτέλεσμα. Εκείνο τα’ απόγευμα στη Μελίκη, σαν άρχισε η απογευματινή παράσταση τράβηξα να πάω μια βόλτα στα χωράφια. Έξω απ’ το «Μέγα Αλέξανδρο» συνάντησα ένα γεωπόνο της αγροτικής τράπεζας που μας συνόδευε στην περιοδεία και περπατήσαμε παρέα στα λιβάδια ώσπου βασίλεψε ο ήλιος. Σε μια στιγμή άρχισε να μου ξομολογιέται: «Λοιπόν, όταν ήρθε η εντολή να φροντίσουμε για το θίασο που θάρθει είπε: πάει, αυτοί τρελαθήκανε κει στην Αθήνα…Τι τους νοιάζει τους αγρότες το θέατρο! Τώρα βλέπω πόσο άδικο είχα…Και θυμήθηκα μια φορά που…Μήπως σας κουράζω;
-Όχι, όχι κάθε άλλο!
-Θυμήθηκα ότι μια φορά σ’ ένα χωριό κανένας αγρότης δεν ήθελε ν μ’ ακούσει. Τους έλεγα τα πιο φανερά πράγματα για το καλό τους κι αυτοί βουλώνανε τα’ αυτιά τους. Ποιος ξέρει τι νομίζανε για τους γεωπόνους. Μια μέρα μου λένε ότι ο ειρηνοδίκης θα ψάλει την Κυριακή σε κείνο το χωριό. Εγώ συμβαίνει νάχω μανία με την ψαλτική. Μια και δυό πάω και γω την Κυριακή στο χωριό τους. Τον είχανε βάλει στο δεξί ψαλτήρι. Πάω εγώ στ’ αριστερό. Κοντολογίς κύριε μου τον τρώγω τον ειρηνοδίκη γιατί σας είπα είναι η μανία μου η ψαλτική, την ξέρω καλά. Ε, λοιπόν από κείνη την Κυριακή κ’ έπειτα στο χωριό μου ανοίχτηκαν όλες οι πόρτες κι όλες οι καρδιές. Ότι τους έλεγα ήτανε ταμπού. Οφεληθήκανε πολύ με τις οδηγίες μου, βγάλανε λεφτά, προκόψανε…Πιστέψτε με!
-Σας πιστεύω!
- Χρειάζεται προσέγγιση με το λαό, να μην το ξεχνάμε. Προσέγγιση
Ι. Καμπανέλλης