Τα «μαχαίρια» που έχουν βγει ανάμεσα στους ομίλους για τη μοιρασιά των «πακέτων» του Ταμείου Ανάκαμψης, οι δυσκολίες για την εύρεση νέων πεδίων κερδοφορίας συνολικά στην ΕΕ και η στροφή προς την πολεμική οικονομία οδήγησαν στην αναθεώρηση και ανακατεύθυνση κονδυλίων σε ένα νέο σχέδιο που εστάλη την περασμένη Τρίτη από το υπουργείο Εθνι... Περισσότερα
Μπανάνες Chiquita (Διήγημα)
από Η Άλλη Άποψη
Η χαρά του πάτερα εκείνο το απογευματινό του Σαββάτου στις αρχές του ’70 ήταν απερίγραπτη. Μας μάζεψε όλους γύρω από το μεγάλο τραπέζι της κουζίνας και με το χαμόγελο του να «φτάνει μέχρι τα αυτιά» μας ανακοίνωσε: «Όλα τώρα θα πάνε καλύτερα. Η συμφωνία με το διαλογητήριο έκλεισε. Θα τους κουβαλώ κάθε απόγευμα από την Άνοιξη έως και το Καλοκαίρι και μετά , όλα τα σάπια για τις χωματερές».
Ήταν η εποχή που το ροδάκινο βρισκόταν στις δόξες και τα πολλά διαλογητήρια-ψυγεία της περιοχής δούλευαν στο φουλ, προσφέροντας μεροκάματο σε όποιον ήθελε να δουλέψει. Φυσικά ακόμη δεν είχε «ανακαλυφτεί» η μεγάλη «κομπίνα» των περίφημων «αποσύρσεων» του ‘80, ούτε και η χώρα μας είχε μπει στην περίφημη αγορά των «200 εκατομμυρίων της ΕΟΚ» όπου όλοι «θα τρώγαμε με χρυσά κουτάλια». Τουλάχιστον τότε η «Καλιφόρνια της Ελλάδας» έτρωγε με ….τσίγκινα κουτάλια, αλλά τουλάχιστον έτρωγε, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει σήμερα.
Το ευχάριστο νέο γιορτάστηκε κατάλληλα από την οικογένεια. Το βράδυ του Σαββάτου με κοτόπουλο σε γνωστό οικογενειακό κέντρο της περιοχής, ενώ το πρωινό της Κυριακής, μετά το σχόλασμα της εκκλησίας, με πάστα «αμυγδάλου» στο καλύτερο ζαχαροπλαστείο της πόλης.
Την κούραση δεν τη λογάριαζε. Από τις 4 το πρωί για να προλάβει «να’ναι πρώτος στο ποτάμι» για τα δρομολόγια με τα αμμοχάλικα. Και το απόγευμα στο διαλογητήριο για να μεταφέρει τα σάπια ροδάκινα, ή τα κουκούτσια, βλέπετε, δεν είχε ακόμη τότε ανακαλυφθεί η χρήση τους για θερμαντικούς σκοπούς. Η οικογένεια είχε μπει στους δικούς του ρυθμούς. Το πρωινό ξύπνημα που αξιοποιόταν από τα δύο παιδιά του για το διάβασμα των μαθημάτων του σχολείου, γεγονός που τα επέτρεπε πολύωρο παιχνίδι τα απογεύματα, συνοδευόταν πια και με τη λαχτάρα του βραδινού φαγητού που επιτέλους θα μαζευόταν όλη η οικογένεια για να συζητήσει τα νέα ολόκληρης της ημέρας.
Το νοιώθαμε ότι κουραζόταν υπερβολικά. Όμως ήταν όπως και ο ίδιος μας τόνιζε πολλές φορές «ταμαχιάρης με τη δουλειά». Και η μεγαλύτερη απόλαυση του ήταν όταν το απόγευμα του Σαββάτου, καλούσε στο τραπέζι τον γιό του που τον θεωρούσε «μαθηματικό μυαλό» να κάνουν μαζί τη «σούμα» με τα δρομολόγια της εβδομάδας. Για τον εαυτό του δεν κρατούσε παρά ελάχιστα λεφτά. Τα έδινε όλα στη μητέρα που ήταν και ο «οικονομόλογος του σπιτιού».Και αυτή φρόντιζε να κλείνει «όλες τις τρύπες του σπιτιού» αλλά να κρύβει το περίσσευμα κάτω από τις κουβέρτες της ντουλάπας «για ώρα ανάγκης». Άλλωστε με τη δικιά της οικονομία και με την προκοπή του άνδρα της, σπούδασαν τα δύο τους παιδιά!
Η δουλειά με το διαλογητήριο, πήγαινε ρολόι . Τα παιδιά που του φόρτωναν κάθε απόγευμα το «ανατρεπόμενο» τον αγαπούσαν γιατί πάντα ήταν με το χαμόγελο, ακόμη και όταν τον αποκαλούσαν «ο σάπιας», λόγω του είδους που του φόρτωναν για να μεταφέρει. Και αυτός πάντα μερακλής, τους έδινε αν τον φόρτωναν γρήγορα και καμιά δραχμή, έτσι για «να πάνε να πιούν καμιά πορτοκαλάδα».
Εκείνο το βράδυ στο σπίτι ήταν όλο μυστήριο. Στο τραπέζι, μας έσκασε το μυστικό. «Κοιτάξτε να δείτε. Το αφεντικό μου είπε ότι αύριο θα χρειαστεί να πετάξω ένα φορτίο με μπανάνες Chiquita που χτυπήθηκαν κατά τη μεταφορά τους στα ψυγεία, γιατί εκτιμά ότι οι πλούσιοι για τους οποίους απευθύνονται δεν θα τις καταδεχτούν. Απλά από εσάς όλους θέλω να ειδοποιήσετε όλη τη γειτονιά να’ναι σε επιφυλακή αύριο στις 7 το απόγευμα γιατί θα τους έχω μία έκπληξη». Να σημειώσουμε εδώ ότι στην Ελλάδα οι μπανάνες τη δεκαετία του 1960 αρχές 1970 ήταν ένα σπάνιο, εξωτικό φρούτο, περιζήτητο και προπαντός πανάκριβο.
Η μητέρα από το πρωί επισκέφτηκε όλες τις γειτόνισσες, χωρίς να ξέρει ακριβώς και η ίδια τι επρόκειτο να συμβεί, και τις ενημέρωσε να είναι στις αυλές τους το απόγευμα γιατί «καλό θα συμβεί». Μα και εμείς τα παιδιά ήδη από το σχολείο είχαμε προετοιμάσει το έδαφος.
Στο ραντεβού του όπως πάντα ήταν «Εγγλέζος». Το κόκκινο ανατρεπόμενο έκανε θριαμβευτικά της είσοδο του στον κεντρικό δρόμο της γειτονιάς. Η κόρνα ήταν σαν να έδινε το σύνθημα. Η καρότσα του-με τα ανασηκωμένα «παραπέτια» της – γεμάτη από κιβώτια με μπανάνες. Ανεβήκαμε στην καρότσα και με τη βοήθεια και άλλων γειτονόπουλων, αρχίσαμε να τις μοιράζουμε στις γυναίκες που έρχονταν να τις πάρουν. Το νέο μαθεύτηκε και στην κάτω γειτονιά, όπου και από εκεί άρχισε να καταφτάνει κόσμος. Και αυτός ανεβασμένος στην καρότσα όλο χαρά να λέει: «Πάρτε, γιατί ήταν αμαρτία να τις πετάξω. Αν και είναι λίγο χτυπημένες, λυπήθηκα να τις δώσω να τις φάει το…χώμα» . Έτσι όλη η γειτονιά, μπόρεσε- πολλοί για πρώτη φορά- να γευτεί τις μπανάνες Chiquita . Τέτοιος ήταν σε όλη του τη ζωή ο πατέρας μας ο κυρ Αντώνης.