Του Αλέκου Χατζηκώστα * Πενήντα δύο χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τον ξεσηκωμό του Πολυτεχνείου. 52 χρόνια μετά, τα συνθήματα του ξεσηκωμού του Πολυτεχνείου και της αντιδικτατορικής πάλης του λαού "Εξω οι ΗΠΑ - Εξω το ΝΑΤΟ", "Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία", παραμένουν επίκαιρα και ζωντανά και μας εμπνέουν στους αγώνες του... Περισσότερα
Ντοκουμέντα για την απελευθέρωση της Βέροιας (16/10/1912)
από Η Άλλη Άποψη
Τιμούμε σήμερα μία σημαντική-την σημαντικότερη ίσως-επέτειο της ιστορίας της Βέροιας. Πρόκειται για την απελευθέρωση της από τον Τουρκικό ζυγό, που κράτησε εκατοντάδες χρόνια, στις 16/10/1912.
Ας δούμε πως ήταν η πόλη μας τότε μέσα από τις περιγραφές της Αθηναϊκής εφημερίδας ΣΚΡΙΠ (17/10/1912)
«Οι κάτοικοι της πόλεως ανέρχονται εις 13.000 περίπου εξ ων οι 6.000 περίπου είνε Ελληνες, οι 5.500 Τούρκοι και 700 Εβραίοι, 500 Αθίγανοι , Αιγύπτιοι και άλλοι παρεπιδημούντες. Γλώσσα επικρατούσα είνε η Ελληνική και η Τουρκική. Αι οικίαι της πόλεως ανέρχονται εις 4.000 περίπου Εχει 52 εν όλω Ναούς και 12 τζαμιά, στρατώνα κείμενο εις δεσπόζουσαν θέσιν και νεόδμητον σχολήν των αρρένων διώροφον μετά 14 δωματίων κατά τας νεωτέρας σχολικάς απαιτήσεις. Υπάρχει και ψυχαγωγικόν και φιλανθρωπικόν σωματείον «Αδελφότης Μέλισσα» ήτις διατηρεί βιβλιοθήκην , δίδει θεατρικάς παραστάσεις κατήρτισε μουσικόν όμιλος «Ορφεύς» και γυμναστικό όμιλον «Θησεύς» από τινώ δε ετών υπάρχει και φιλανθρωπικόν αποκλειστικώς σωματείων των Κυριών. Η Βέρροια έχει πλήρη Αστική Σχολήν εξ εξ τάξεων , ημιγυμνάσιον εκ τριών τάξεων , παρθεναγωγείον εξατάξιον και δύο μικτά νηπιαγωγεία. Από Βερροίας υπάρχει σιδηροδρομική γραμμή ένθεν μεν μέχρι Μοναστηρίου ένθεν δε μέχρι Θεσσαλονίκης» (ΣΚΡΙΠ 17/10)
Ας δούμε όμως τώρα τι προηγήθηκε όσον αφορά τις πολεμικές επιχειρήσεις, της κατάληψης της πόλης
∆ΕΚΑ ΜΕΡΕΣ ΠΡΙΝ, επτά ελληνικές µεραρχίες µε περίπου 100.000 άντρες και αρχιστράτηγο το διάδοχο Κωνσταντίνο, ξεχύθηκαν στη Μακεδονία. Την 5η Οκτωβρίου ο ελληνικός στρατός ξεκίνησε τις επιχειρήσεις του, µε την κατάληψη των τουρκικών συνοριακών φυλακίων, αντιµετωπίζοντας συνολικά µικρή αντίσταση. Τα νέα διαδίδονται µε ενθουσιασµό. Ο λαός ανυποµονεί και περιµένει ώρα την ώρα την απελευθέρωση. Ονειρεύονται την Ελληνική σηµαία να κυµατίζει στα σπίτια τους, περιµένουν και αισιοδοξούν Η προέλαση του ελληνικού στρατού συνεχίζεται, αναγκάζοντας τους Τούρκους να εγκαταλείψουν τα υψώµατα της Ελασσόνας (6 Οκτωβρίου) και να αµυνθούν στα στενά του Σαρανταπόρου. Μετά από διήµερη µάχη στις 9 και 10 Οκτωβρίου και παρά τις πολλές απώλειες (182 νεκροί, περίπου 1.000 τραυµατίες), ο ελληνικός στρατός κατάφερε να καταλάβει το Σαραντάπορο, αναγκάζοντας τους εχθρούς σε οπισθοχώρηση και άτακτη φυγή. Η πρώτη σηµαντική ελληνική νίκη είχε επιτευχθεί και ήταν ορόσηµο, γιατί άνοιγε το δρόµο για την απελευθέρωση της Μακεδονίας. Οι Τούρκοι άρχισαν να υποχωρούν και οι Έλληνες να προελαύνουν: Κατερίνη, Γρεβενά, Σιάτιστα, Κοζάνη. Ο αρχιστράτηγος Κωνσταντίνος ήταν αποφασισµένος να προχωρήσει µε το στρατό του βόρεια προς το Μοναστήρι, το οποίο έπρεπε κατά την άποψή του να καταλάβει για λόγους στρατηγικής. Την ίδια ώρα, οι Βούλγαροι συνέχιζαν την προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη δείχνοντας πόσο τους ενδιέφερε η κατάκτησή της. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, βλέποντας πως η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει την πιο σηµαντική πόλη της Μακεδονίας, διέταξε τον Κωνσταντίνο να αλλάξει πορεία και να προλάβει τους Βούλγαρους. Ο ελληνικός στρατός έπρεπε να µπει πρώτος στη Θεσσαλονίκη. Έτσι κατευθύνεται ανατολικά.
Ποια όμως ήταν η κατάσταση στη Βέροια τη παραμονή της απελευθέρωσης όπως αναφέρεται σε διάφορα χρονικά-μαρτυρίες της εποχής;
Από βραδύς είχαν φτάσει τα µαντάτα στη Βέροια. Όπου να ΄ναι µπαίνει ο ελληνικός στρατός στην πόλη ελευθερωτής και νικηφόρος. ΄Έλληνες και Τούρκοι σε µεγάλη αναστάτωση, διλήµµατα, φόβος και προσµονή. Τούρκοι φορτώνουν την πραµάτεια τους και προσπαθούν να φύγουν. Ο Σιδηροδροµικός Σταθµός γεµίζει από απελπισµένους ανθρώπους που αφήνουν τα σπίτια όπου γεννήθηκαν και παίρνουν τους δρόµους της φυγής. Βεργιωτάδες φίλοι τους προσπαθούν να τους πείσουν ότι δεν κινδυνεύουν, πως δεν πρέπει να φύγουν. Τόσα χρόνια έζησαν µαζί, κι αν δηµιουργούνταν εντάσεις δεν έφταιγε ο λαός. Αυτοί που ήταν ψηλά, που διοικούσαν, που αποφάσιζαν, που εφάρµοζαν, έφταιγαν. Και τώρα το άπιαστο όνειρο για λευτεριά γίνεται σκληρή πραγµατικότητα. Πρέπει να το αντιµετωπίσουν. Και το έκαναν. Ο καθένας µε τον τρόπο του και για τους δικούς του λόγους. Έλληνες και Τούρκοι Προύχοντες µε τη συµµετοχή του Μητροπολίτη Καλλίνικου και του Τούρκου ∆ηµάρχου Αλή Χαλίλ Βέη πραγµατοποιούν σύσκεψη στη Μητρόπολη και αποφασίζουν να αλληλοπροστατευτούν. Να µην αλλάξει η πόλη, να µη γίνουν βανδαλισµοί και σφαγές, παρά µόνο να νιώσουν τον αέρα της λευτεριάς και να βοηθηθούν µεταξύ τους, όπως έµαθαν να κάνουν απ΄ τη µέρα που γεννήθηκαν. Όχι ότι δεν υπήρχαν ακραίες συµπεριφορές από την πλευρά των κατακτητών. Ήταν όµως περιορισµένες. Μόνο µετά την ατυχή κατάληξη της επανάστασης του 1878 είχαν χειροτερέψει τα πράγµατα. Είχαν αγριέψει. Γι αυτό η ανάγκη για λευτεριά ήταν ακόµα πιο µεγάλη, όπως και οι ελπίδες που ποτέ δεν έσβησαν µα κρυφόκαιγαν και περνούσαν από γενιά σε γενιά στο µυαλό και την καρδιά τους. Έπρεπε όµως οι απλοί άνθρωποι να προστατέψουν τους φίλους και γείτονες. Οι δε προύχοντες την περιουσία τους και τα οφίτσιά τους. Έτσι η πόλη το αξέχαστο µεσηµέρι της Τρίτης 16 Οκτωβρίου παραδίδεται αναίµακτα και κατόπιν συµφωνίας στα χέρια των Ελλήνων.
Στο σηµείο αυτό ας δούµε πως περιγράφει αυτολεξεί την κατάσταση με την είσοδο του Ελληνικού Στρατού ο συγγραφέας Σπύρος Μελάς στο βιβλίο του «Οι πόλεµοι 1912-1913», (Αθήνα, 1958, σελ. 127-134), στο οποίο αναφέρεται εκτενώς στα συναισθήµατα, αλλά και στις συµπεριφορές που υιοθετούν οι άνθρωποι µπροστά στο φόβο απώλειας της ζωής ή της περιουσίας των. «Οταν µπαίναµε στην πολιτεία, τόσα και τόσα ζευγάρια τρυφερά µάτια, που κάτω από τη µυστική γοητεία τους οι άντρες πήραν το πιο αρειµάνιο ύφος, οι σαλπιγκτές ανακάλυψαν το πιο φαιδρό εµβατήριο, τα άλογα το πιο περήφανο βήµα και τη φάλαγγα ολάκερη συνεπήρε το ηδονικό ανατρίχιασµα του θριάµβου. Από τα µπαλκόνια οι Ελληνίδες δακρυσµένες, µας έραιναν µε λουλούδια, µε κοφέτα, µε ρύζι, σα γαµπρούς, και οι άντρες µαζεµένοι εδώ κι εκεί, στα σταυροδρόµια, έσκιζαν τα φέσια τους και ζητωκραύγαζαν. Η κεφαλή της φάλαγγας µε τον Αρχιστράτηγο ∆ιάδοχο, τους πρίγκιπες και τους αξιωµατικούς του επιτελείου, ξεσήκωνε φρενιασµένη θύελλα ενθουσιασµού. Φιλούσαν τις µπότες τους, τα άλογά τους, ό,τι µπορούσαν να ζυγώσουν. Οι πρίγκιπες κι οι αξιωµατικοί του επιτελείου για να δείξουν τη χαρά τους, αντί για λοφία είχανε βάλει στα πηλήκιά τους κάτι κίτρινα αγριολούλουδα, που είχανε κόψει στο πεδίο των επιχειρήσεων. Αν εξαιρούσε κανείς αυτά όλα, η Βέροια είχε τη συνηθισµένη καθηµερινή της όψη. Έµεινε σχεδόν ανέγγιχτη, γιατί δε µεσολάβησε πολύς χρόνος από τη στιγµή πούφυγε ο τούρκικος στρατός ώσπου µπήκε ο δικός µας. Όταν έφτανε ο Μάνος, κατά τις οχτώ, στην πλατεία του ∆ιοικητηρίου, όπου τον πρόσµεναν συνταγµένοι σαν στρατιώτες, ο Μητροπολίτης, οι Έλληνες πρόκριτοι και οι Τούρκοι µπέηδες, ακουγόντανε ακόµα τα σφυρίγµατα του τραίνου, πού φευγε µε το τελευταίο τούρκικο τάγµα. Οι πλούσιοι µπέηδες, από το άλλο µέρος, ήτανε τύποι µάλλον διεθνείς, όπως όλοι όσοι αισθάνονται βαριά την τσέπη τους. Το συµφέρον αυτό, µονάχα, κανόνιζε κάθε φορά τα δηµόσια φρονήµατα και τα πολιτικά αισθήµατά τους. Οι µπέηδες, λοιπόν, µε τη λεπτή εκείνη όσφρηση που έχουν σ’ αυτές τις περιστάσεις οι όµοιοί τους, είχανε νιώσει από µέρες τη θέση των πραγµάτων και, καθώς είχανε διδαχτεί πολλά από όσα είχανε φυγε ο τούρκικος στρατός, είχανε πετύχει να καταπραΰνουν τον ερεθισµό και να προλάβουν αντεκδίκηση εναντίον των χριστιανών που το άφευκτο αποτέλεσµά τους θα ήτανε µια εξέγερση αντίρροπη των χριστιανών, µόλις ο ελληνικός στρατός θα παρουσιαζότανε µπροστά στην πόλη. Και τα έξοδα θα τα πλήρωναν αυτοί. Την πολιτική τους, οι µπέηδες της Βέροιας, συµπλήρωσαν µε άµεση συνεννόηση µε τους Έλληνες πρόκριτους, που τους εξοµολογήθηκαν ότι, αν εξασφαλιζότανε η περιουσία τους, αδιαφορούσαν τέλεια αν οι οφειλέτες τους θα πιάνονταν στο εξής από τους χωροφύλακες του Σουλτάνου Μωάµεθ του Ε’ ή του Βασιλιά Γεωργίου του Α’. Και τους παρακάλεσαν να εξαντλήσουν αυτοί την επιρροή τους στον ελληνικό πληθυσµό. Κι έτσι λείψανε όλα τα δυσάρεστα µιας ξαφνικής αλλαξοκυριαρχίας, οι φόνοι, οι εµπρησµοί κι οι διαρπαγές. Ο Τούρκικος όχλος, άλλωστε, άµα δεν του υποδαυλίσεις τον θρησκευτικό του φανατισµό, άµα δεν τον ερεθίσεις, είναι πρόθυµος να δέχεται και τα πια φοβερά περιστατικά µε φιλοσοφική απάθεια. Γιατί νιώθει το Θεό πατέρα του κακού, όπως ακριβώς και του αγαθού. Από το άλλο µέρος, όσο του αρέσει να επιβάλλει τη δύναµή του και τη θέλησή του, άλλο τόσο ξέρει να σέβεται και να υποµένει καρτερικά τη δύναµη του άλλου. Ο Τούρκος, νικηµένος, είναι ο πιο πειθήνιος άνθρωπος. Η ηθική, παθητική και σιωπηλή αντίδραση εναντίον της βίας του νικητή, που θέλει συνείδηση κάπως αναπτυγµένη, του είναι άγνωστη. Οι µόνοι άνθρωποι, που η πολιτική των µπέηδων δεν κατάφερε να κερδίσει καθόλου, ήταν οι νοικοκυραίοι, που αποτελούσαν τη µεσαία τάξη, αυτή που σ’ όλες τις χώρες είναι και θα είναι επί πολλούς αιώνες, για πάντα ίσως ανεξάντλητη εστία εθνικού αισθήµατος. Ενώ οι ακτήµονες του όχλου, µαζεµένοι στα πεζοδρόµια ή στα σταυροδρόµια, µας βλέπανε να παρελαύνουµε µε την απλή περιέργεια θεατών ταινίας κινηµατογράφου. Οι µικρονοικοκυραίοι, αφού φρόντισαν να κλείσουν τα µαγαζιά τους για καλό και για κακό, µας ρίχνανε, πίσω από τα θολά τζάµια των µικρών καφενείων, µατιές γεµάτες από δύσκολα συγκρατούµενο µίσος».
Και μία ακόμη ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΗΝ ∆ΗΜΑΡΧΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΚΑΡΑΤΖΟΓΛΟΥ για την απελευθέρωση της πόλης: « Το σπίτι µας που ήταν επί της γωνίας Κεντρικής- Περικλέους και Αντ. Καµάρα και που κατεδαφίστηκε για την εφαρµογή του σχεδίου πόλεως, εχρησιµοποιείτο το 1912 για ∆ηµαρχείο Βερροίας. Από τον ξύλινο εξώστη του ∆ηµαρχείου τούτου, επί της οδού Κεντρικής, οµίλησαν -επί τη απελευθερώσει- προς τα εορτάζοντα και πανηγυρίζοντα πλήθη, ο ιατρός Νίκος Αντωνιάδης και ο ∆ήµαρχος Χαλίλ Αλή Βέης µε σπασµένα ελληνικά». Την επόµενη δε ηµέρα µετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία ο διάδοχος Κωνσταντίνος φιλοξενήθηκε στο σπίτι του Ιωάννη Σακελλαρίδη στην περιοχή του Αγ. Ιωάννου. Μετά από δυο ηµέρες, σύµφωνα µε όσα γράφει ο Καρατζόγλου, έφτασε στη Βέροια και ο Βασιλιάς Γεώργιος και εγκαταστάθηκε στο νεόδµητο σπίτι του Αναστασίου Καµπίτογλου, εµπόρου αποικιακών, εκεί που κατασκευάστηκε και λειτούργησε αργότερα το Ξενοδοχείο «Βασίλισσα Βεργίνα», και παρέµεινε εκεί µέχρι την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης.»